Δυο ζευγάρια μοιράζονται την ανάμνηση της ερωτικής τους ιστορίας. Μεταξύ Αθήνας και Βαρκελώνης, παρόντος και παρελθόντος, σκιρτήματος και χωρισμού, η ταινία περιγράφει την παγκόσμια και διαχρονική ιστορία της αγάπης, μέσα από συγκεκριμένους ανθρώπους που σταδιακά χάνουν τα όριά τους και γίνονται ένα.
Ο Στάθης Αθανασίου κάνει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, η οποία δείχνει εξ αρχής ότι είναι φιλόδοξη και δυναμική. Μ’αυτήν, άλλωστε, κέρδισε και τα βραβεία Ξενόγλωσσης Ταινίας και Κοινού στο New York International Independent Film Festival.
Από την αρχή, επίσης, δείχνει ότι παίρνει αυτό που πάει να κάνει όχι απλώς σοβαρά, αλλά μάλλον περισσότερο σοβαρά απ’όσο χρειάζεται.
Το «Dos» είναι έντονα στυλιζαρισμένο στο κάθε του υπέροχα και προσεκτικά στημένο κάδρο, με αποτέλεσμα να χάνεται η αμεσότητα και η φυσικότητα και μια όμορφη ιστορία αγάπης να μην μπορεί να επικοινωνηθεί. Κανείς δε μιλά απλά, κανείς δεν κινείται απλά και, οπωσδήποτε, κανείς ηθοποιός δεν παίζει απλά, πράγμα που μοιάζει να είναι οδηγία του σκηνοθέτη.
Αλλά κι από την άλλη πλευρά, αφού αυτή η επιτήδευση είναι ολοφάνερα συνειδητή απόφαση, η ταινία δε φτάνει σε μια ακρότητα, ή πρωτοτυπία, ή εικαστική ανατροπή που να την κάνει να ξεχωρίσει σ’αυτό το είδος του σινεμά. Το φιλμ είναι μονταρισμένο τόσο αποσπασματικά, με σύντομα πλάνα που διαρκώς εναλάσσονται, ώστε να μην προλαβαίνουν οι ήρωες και οι ιστορίες τους να πάρουν φόρα για να κάνουν το ταξίδι τους. Ενώ οπωσδήποτε οι εικόνες του Αθανασίου έχουν δύναμη, η ροή και η ιστορία του αναχαιτίζονται συνέχεια και δεν την αποκτούν ποτέ.
Προφανώς αυτό γίνεται για να προσομοιάσει η ταινία τα βιωματικά πισογυρίσματα στο χρόνο που έχει η κάθε προσωπική ανάμνηση, που συμπτύσσει όλο το χρόνο σε μια στιγμή. Μόνο που η ταινία δε χτυπάει τελικά την προσωπική χορδή του θεατή, ώστε να κάνει κι αυτός ενστικτωδώς τις αναγωγές που χρειάζονται για να μπει μέσα στις ιστορίες που παρακολουθεί.
Η επιλογή του όλοι οι ήρωες να έχουν αρχαιοελληνικά ονόματα με σαφείς αναφορές στην προσωπικότητά τους είναι κάπως προφανής, μια λύση αφηγηματικής οικονομίας που επίσης διώχνει το θεατή από τη συμπάθεια και την ταύτιση με τους ήρωες. Ενώ η αισθητική της ταινίας είναι σύγχρονη, επιθετική, αυτές οι σεναριακές επιλογές τη γερνούν, την κατατάσσουν σ’ένα σινεμά που έχει χάσει τη ζωντάνια του.
Η μουσική του Θοδωρή Αμπατζή είναι υπέροχη, αλλά ακούγεται συνέχεια, με αποτέλεσμα το πάθος της να υπερκαλύπτει τη δράση.
Αναγνωρίζοντας, λοιπόν, ότι ο Στάθης Αθανασίου είναι πολύ ικανός στο να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα και στο να στήσει μια δραματική σκηνή, ότι είναι ένας δυναμικός νέος σκηνοθέτης που αγαπά τη φόρμα, θα περιμένουμε με ανυπομονησία και την επόμενη ταινία του, ελπίζοντας ότι θα μας μιλήσει και στην ψυχή.