O Δρ. Ντούλιτλ, ο εκκεντρικός γιατρός της αυλής της Βασίλισσας Βικτωρίας, έχει εδώ και χρόνια αυτοεξοριστεί σε μια μακρινή φάρμα που του έχει παραχωρήσει το παλάτι. Εκεί, παραμελημένος και ημιάγριος ασχολείται, συναναστρέφεται και συνυπάρχει μόνο με τα ζώα. Είναι διαβόητη η ικανότητά του: ο Δρ. Ντουλίτλ είναι ο μοναδικός άνθρωπος που καταλαβαίνει και μιλά τη γλώσσα των ζώων. Ποντίκια, παπαγάλοι, γουρούνια και σκύλοι, πίθηκοι, στρουθοκάμηλοι, ελέφαντες κι αρκούδες - όλα τα ζώα, κατοικίδια και εξωτικά, έχουν θέση στη ζωή του. Μόνο οι άνθρωποι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη του, από τότε που κι εκείνος με τη σειρά του έχασε την μοναδική του αγάπη, τη γυναίκα του, σ' ένα ναυάγιο.

Μία μέρα ένα μικρό αγόρι, γιος κυνηγών, παραβιάζει την απομόνωσή του για να του φέρει ένα σκιουράκι που πυροβόλησε κατά λάθος. Ταυτόχρονα, μία βασιλική ακόλουθος χτυπά κι αυτή την πόρτα του και τον πιέζει να την ακολουθήσει στο παλάτι: η Βασίλισσα είναι βαριά άρρωστη και κανείς δεν γνωρίζει γιατί. Ο απρόθυμος δόκτωρας βρίσκεται ξαφνικά μπλεγμένος: το μόνο γιατρικό για την Βασίλισσα είναι ένα βοτάνι που φυτρώνει σε μακρινό νησί κι έτσι, μικροί και μεγάλοι, άνθρωποι και ζώα, θα ξεκινήσουν μία επικίνδυνη αποστολή και μια μεγάλη περιπέτεια.

Από την υπόθεση και μόνο καταλαβαίνει κανείς ότι η αναβίωση του κλασικού ήρωα των παραμυθιών φαντασίας του Χιου Λόφτινγκ, τον οποίο είχαν ερμηνεύσει στο σινεμά παλιότερα οι Ρεξ Χάρισον (1967) και Εντι Μέρφι (1998-2001), απευθύνεται σ' ένα αυστηρά παιδικό κοινό. Αν ο Μέρφι είχε επιχειρήσει κάπως να εμπλέξει και τους μεγαλύτερους θεατές με μία εκσυγχρονισμένη εκδοχή και το προσωπικό του ανίερο χιούμορ, ο Ντούλιτλ του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ γράφτηκε εξ αρχής πάνω στον ήρωα των βιβλίων του 1920 και θέλει την σουρεαλιστική περιπέτεια να διαδραματίζεται μέσα από τα μάτια του μικρού αγοριού/μαθητευόμενου.

Αυτό δε θα ήταν απαραίτητα κακό: υπάρχουν κινηματογραφικά παραμύθια που, ακριβώς επειδή βασίζονται στην ελευθερία της αχαρτογράφητης παιδικής φαντασίας, έχουν παραδώσει υπέροχες ταινίες με έμπνευση και τόλμη. Εδώ όμως, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Ο Στίβεν Γκέιγκαν («Syriana», «Traffic») έγραψε ένα σενάριο πρώτου επιπέδου – μία κλισέ δομή περιπέτειας, αφήγηση χωρίς πραγματικές εκπλήξεις, καμία ενδιαφέρουσα ανάπτυξη των χαρακτήρων, κανένα ρίσκο στο να εκμεταλλευτεί το σουρεαλισμό των ομιλούντων ζώων για πραγματική κινηματογραφική μαγεία.

Σκηνοθετικά συμβαίνει το ίδιο. Ναι, η εξελιγμένη τεχνολογία μπορεί να θαμπώσει τον μικρό θεατή με το πώς τα ζώα πλέον πρωταγωνιστούν σε κάθε πλάνο, αλλά ο ενήλικας συνοδός του δε θα βρει πολλά περισσότερα για να κρατήσουν το ενδιαφέρον του. Με τέντα την εμβατηριακή «μουσική περιπέτειας», ο Γκέιγκαν πήζει τα πλάνα με μπουφόνικα γκαγκς με τα ζώα και χτίζει action από το τίποτα μόνο και μόνο για να κρατά τα πιτσιρίκια σε εγρήγορση.

Κακά τα ψέματα: το στοίχημα ήταν εξ αρχής ένα. Ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ. Ο τόσο γοητευτικός πρωταγωνιστής, ο χαρισματικός κωμικός που συνδυάζει την όποια περσόνα με τον κωμικό του αυτοσαρκασμό, θα μπορούσε να ξεκινήσει ένα νέο χρυσό franchise με την υπογραφή του. Το έκανε με τον «Iron Man», το έκανε με τον «Σέρλοκ Χολμς».

Εδώ, αποτυγχάνει. Επιχειρεί έναν «Ντούλιτλ» άξεστο και πρωτόγονο, ο οποίος όμως δεν βγαίνει γοητευτικά ιδιοσυγκρασιακός, αλλά ιδιότροπος και ξένος – σαν τον γεροπαράξενο της γειτονιάς που τρέμεις μήπως πέσει η μπάλα σου στον κήπο του. Ο Γκέιγκαν του δίνει τη σκηνοθετική οδηγία να μιλάει με μία «άλλη» από τη δική του φωνή, οκτάβες χαμηλότερη και με μία περίεργη ουαλική προφορά, αποξενώνοντας τους μικρούς του φανς που περιμένουν να ακούσουν τον «Iron Man». Τέλος, το κωμικό του timing, ο ρυθμός του, το σώμα του, θυμίζουν παράλογα κι έντονα τον Τζακ Σπάροου (βοηθά και ότι το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού διαδραματίζεται σε ξύλινο ιστιοφόρο) μία σύγκριση που τον κάνει να χάνει στα σημεία.

Οχι ότι δεν υπάρχουν ατάκες που γελάς – και σε αυτά που λέει ο ίδιος, αλλά κυρίως τα ζώα. Αλλά δεν φτάνουν. Η περιπέτεια θα παρασύρει το ανήλικο κοινό στις αίθουσες. Ολα τα υπόλοιπα δυστυχώς... do little για τον «Dolittle».