Στις “Σημειώσεις για τον Κινηματογράφο” ο Ρομπέρ Μπρεσόν διακήρυσσε την καθαρότητα της έβδομης τέχνης εφιστώντας την προσοχή τόσο στην απουσία οποιασδήποτε μουσικής επένδυσης και στην αξία της σιωπής, όσο και στην αποδραματοποίηση των ερμηνειών. Ο Αλβανός σκηνοθέτης Τζεντιάν Κότσι φαίνεται πως μελέτησε με βιβλική ευλάβεια τα διδάγματα του Γάλλου ογκόλιθου του σινεμά κι αυτό είναι έκδηλο στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του με “Το Ξημέρωμα της Μέρας”, το οποίο αποτελεί αλβανοελληνική συμπαραγωγή και είναι ταυτόχρονα η επίσημη υποβολή της Αλβανίας για το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.

Η δωρική κι ασκητική προσέγγιση του Κότσι στο υλικό του γίνεται αμέσως σαφής, αφού από τα εναρκτήρια κιόλας πλάνα ο σκηνοθέτης εισάγει τον θεατή κατευθείαν και με αδρές πινελιές στο αποπνικτικό κλίμα μέσα στο οποίο η κεντρική ηρωίδα της ταινίας προσπαθεί να επιβιώσει. Η Λέττα ξυπνά για να ταΐσει το μόλις ενός έτους παιδί της σε ένα φτωχικό διαμέρισμα από το οποίο πρόκειται άμεσα να εξωθεί, όπως απειλεί ο ιδιοκτήτης που χτυπά βίαια την πόρτα απαιτώντας τα τρία ενοίκια που εκείνη χρωστάει. Την επόμενη μέρα θα στριμωχτεί σε ένα λεωφορείο μαζί με το μωρό της και αφού το αφήσει σε μια babysitter, στην οποία επίσης χρωστάει χρήματα, συναντά την εργοδότριά της, Αριάνα, η οποία της ανακοινώνει ότι φεύγει για το Παρίσι προκειμένου να σώσει το γάμο της με το Γάλλο σύζυγό της. Η Λέττα είναι πρώην νοσοκόμα κι έχει αναλάβει τη φροντίδα της κατάκοιτης υπερήλικης μητέρας της Αριάνα, βρίσκει επομένως στη φυγή της εργοδότριάς της μια λύση στο επιτακτικό πρόβλημα της στέγης, όμως το σκοτεινό της παρελθόν και μια τραγική είδηση που θα έρθει από το εξωτερικό, θα την οδηγήσουν σε μια σειρά από ολέθριες αποφάσεις.

Έχοντας εμπειρία στο χώρο του ντοκιμαντέρ, ο Κότσι καταγράφει την πορεία της κεντρικής του ηρωίδας με έναν κλινικό ρεαλισμό, ο οποίος υπηρετείται από την μουντή διεύθυνση φωτογραφίας του Ηλία Αδάμη και μια στατική πλανοθεσία που μοιάζει να εγκλωβίζει όλους τους χαρακτήρες μέσα σε ένα ασφυκτικό πλάισιο χωρίς διαφυγή. Σε αντίθεση μάλιστα με την χειροκίνητη κάμερα άλλων εκπροσώπων του σινεμά-βεριτέ (με πιο διάσημους φυσικά τους αδερφούς Νταρντέν), εδώ τα πάντα είναι αποστασιοποιημένα και η καμερα του Κότσι παρακολουθεί τα ηθικά διλήμματα και τις αποφάσεις της Λέττα χωρίς καμία απόπειρα προσέγγισης και συναισθηματικής ταύτισης ή έστω κατανόησης και συμπόνοιας εκ μέρους του θεατή.

Σε μια ζοφερή αλβανική πρωτεύουσα που απεικονίζεται κυρίως μέσα από χαλάσματα και μισοερειπωμένα κτίρια, ο Κότσι παρουσιάζει μια απρόσωπη κοινωνία βουτηγμένη στον αμοραλισμό. Δεν είναι μόνο οι σκηνές στις οποίες η Λέττα με διαδικαστική απάθεια χρηματίζει γιατρούς, νοσοκόμους, ακόμα και τον ταχυδρόμο που φέρνει την σύνταξη . Όλες οι επαφές και οι σχέσεις της χαρακτηρίζονται από μία υφέρπουσα εχθρότητα που την οδηγεί, μόνη εναντίον όλων, νομοτελειακά όχι μόνο στην κοινωνική απομόνωση, αλλά και στην απόφασή της να φτάσει στα άκρα προκειμένου να επιβιώσει.

Η μπρεσονική αφηγηματική οικονομία που ο Κότσι τόσο σθεναρά ενστερνίζεται αφήνει μόνο υπόνοιες και ψήγματα από το σκοτεινό παρελθόν της Λέττα ως νοσοκόμας να προδιαγράψουν την πορεία και τις πράξεις της στο παρόν και στο αβέβαιο καθημερινά μέλλον (απολύθηκε από το νοσοκομείο που δούλευε γιατί έκανε ευθανασία στον ασθενή πατέρα του παιδιού της, όπως αποκαλύπτεται στη μέση της ταινίας), ο τρόπος όμως με τον οποίο κλιμακώνονται οι τραγωδίες και οι αναποδιές στη ζωή της όχι μόνο ρέπει προς τη φεστιβαλική μιζέρια, αλλά η τελική πράξη του (μη) δράματος, αν και αποκαλύπτεται με ένα αναφίβολα εντυπωσιακό μονοπλάνο που τη φέρνει αντιμέτωπη με τις συνέπειες των πράξεών της, δεν παύει να αφήνει όλο το εγχείρημα μετέωρο κυρίως λόγω της αδύναμης δραματουργικής επεξεργασίας που προηγήθηκε.

Παρ’ όλα αυτά, η σπουδαία και γνωστή από τις συνεργασίες της με τον Θάνο Αναστόπουλο Ορνέλα Καπετάνι πλάθει με τα ελάχιστα υλικά που διαθέτει έναν χαρακτήρα πραγματικά καθηλωτικό και η ερμηνεία της αποτελεί αναμφίβολα το μεγαλύτερο προτέρημα της ταινίας. Πίσω από το παγερό και ανέκφραστο βλέμμα της μπορεί ο θεατής να δει μια φλόγα που πεισματικά σιγοκαίει στα βάθη της ψυχής της και μια πνιγμένη κραυγή που αναζητά απελπισμένα διέξοδο, χαρίζοντας τελικά στην ταινία την χαμένη της ανθρωπιά.