Αν και αυτόνομα από μέτριες έως κακές και από αθέλητα αστείες μέχρι (ευφημισμός) μελλοντικά cult, οι ταινίες του Ντάριο Αρτζέντο που ακολούθησαν και εξήντλησαν τα θρυλικά του 70s και 80s, κρίθηκαν - όχι ακριβώς άδικα γι’ αυτές - σε σχέση με μνημεία του giallo αλλά και της προσωπικής ανεξίτηλης γραφής του δημιουργού τους όπως το «Πουλί με τα Κρυστάλλινα Φτερά», το «Profondo Rosso», το «Suspiria», το «Inferno», το «Tenebre» - ο περισσότερο ή ο λιγότερο φανατικός ας προσθέσει/αφαιρέσει τίτλους κατά απολύτως ελεύθερη βούληση.

Με τον ίδιο τρόπο κρίνεται - όχι άδικα γι’ αυτήν - και η τελευταία του ταινία, τα «Μαύρα Γυαλιά» που έρχεται μια δεκαετία μετά το ανεκδιηγήτο «Dracula 3D» για να αποδειχθεί σαφώς πιο πετυχημένη στην ίδια πάνω κάτω φιλοδοξία του αβασάνιστου εκμοντερνισμού ενός σινεμά που τόσο θεματικά όσο και στιλιστικά μοιάζει για πάντα ταγμένο στο παρελθόν. Αυτό δεν την κάνει ούτε μια καλή ταινία και σίγουρα όχι μια ταινία αντάξια του μύθου του δημιουργού του - αν κάτι από τα δύο είναι τελικά το ζητούμενο.

Oλα ξεκινούν με μία έκλειψη ηλίου που σύμφωνα με τους θρύλους προκαλεί τρόμο γιατί προμηνύει το τέλος του κόσμου. Μια υπέροχη σκηνή, που ασύνδετη με την υπόλοιπη ταινία σε στιλ και ατμόσφαιρα μοιάζει με ιδανική εισαγωγή σε μια ιστορία που μιλάει για όσα βλέπουμε με γυμνά μάτια και όσα περισσότερα βλέπουμε όταν τα μάτια μας είναι κλειστά. Η συνέχεια ανήκει στον κατά συρροή δολοφόνο που σκοτώνει πόρνες πολυτελείας στη Ρώμη και στην Ντιάνα που θα γλιτώσει από τη φονική του μανία, αλλά θα πέσει εξαιτίας του θύμα ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος που θα την αφήσει τυφλή.

Το κυνηγητό φυσικά θα συνεχιστεί, με την Ντιάνα να «βλέπει» για πρώτη φορά την πραγματική σημασία αξιών όπως η συντροφικότητα, η αυτοδιάθεση, η ανεξαρτησία, η αλληλεγγύη σε ένα φιλμ που αν δεν είχε μερικούς φόνους με σπλάτερ απολήξεις, μια ανεκμετάλλευτη σκηνή με νερόφιδα, μερικά σκυλιά έτοιμα να κατασπαράξουν τις σάρκες σου και δύο (άντε τρία) ψήγματα σασπένς στέκεται αυτούσια ως μια τρυφερή ιστορία για μια πόρνη που μαθαίνει σαν για πρώτη φορά στη ζωή της να… ζει μέσα από τους άλλους. Στις καλύτερες στιγμές της ταινίας συγκαταλέγονται οι σκηνές της Ιλένια Παστορέλι (θυμηθείτε την από το «Με Λένε Τζιγκ» με την ώριμη πλέον Ασια Αρτζέντο (που διατελεί και χρέη παραγωγού στην ταινία), ενώ το ανθρώπινο στοιχείο παραμένει κυρίαρχο, όσο κι αν ο Αρτζέντο προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή με 70s τερτίπια.

Μεγαλύτερο «flashback» όλων η ηλεκτρονική μουσική (που θυμίζει Τζον Κάρπεντερ) του Αρνό Ρεμποτινί (είχε υπογράψει το soundtrack του «120 Χτύποι το Λεπτό» του Ρομπέν Καμπιγιό) και η εμμονή της γυναίκας - θύματος και του άνδρα - θηράματος που στην εποχή του #metoo μοιάζει να προδίδεται διαρκώς μέσα από μια προσπάθεια δικαίωσης της αυτοδιάθεσης της γυναίκας αλλά και της ταυτόχρονης «αρσενικής» ματιάς του Αρτζέντο, σε μια τεθλασμένη γραμμή ηθικολογίας για τις πόρνες που γίνονται μητέρες, για το φως που κρύβεται στο σκοτάδι και την επιφανειακή ζωή που χρειάζεται μια - και δυο «τρομάρες» για να βρει την ουσία της.

Τελικά ανώδυνο, άλλες φορές αστείο και πρόχειρο κι άλλες με τον τρόπο του τύπου αριστοτεχνικό, πάντα με την αίσθηση του παλιομοδίτικου που προσπαθεί αλλά δεν μπορεί να συναντήσει το παρόν του, το φιλμ του Ντάριο Αρτζέντο δεν βλέπει ούτε όταν βάζει τα μαύρα του γυαλιά, παραμένοντας μια ιδέα ταινίας - ούτε τρομακτικής, ούτε δραματικής, ούτε (ηθελημένα) αστείας- που ταιριάζει στην κοσμοθεωρία του δημιουργού του αλλά που θα έπρεπε να ολοκληρωθεί με άλλους όρους, αν όχι πιο μοντέρνους, σίγουρα πιο δυναμικούς.

Ο μύθος του ίδιου του Ιταλού μαέστρο δεν αρκεί εδώ και χρόνια για να αγιάσει τα μέσα.