Ο αρχηγός μιας συμμορίας μοτοσικλετιστών, εμπόρων ναρκωτικών, που βρίσκονται σε πόλεμο με τη διεφθαρμένη αστυνομία, θα βρεθεί αντιμέτωπος με νέα προβλήματα όταν η παράνομη σχέση της κόρης του με ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του, θα πυροδοτήσει μια άνευ προηγουμένου τραγωδία.
Δεκεπέντε χρόνια μετά τον «Αμλετ 2000», ο Μάικλ Αλμερέιντα επιχειρεί μία δεύτερη σύγχρονη κινηματογραφική διασκευή έργου του Σαίξπηρ, φέρνοντας μαζί του ξανά για γούρι τον Ιθαν Χοκ. Εκτός του ότι ο «Κυμβελίνος» από μόνος του είναι ένα δύσκολο έργο (άνισο σε σύγκριση με τα αριστουργήματα του βάρδου), η εκμοντέρνισή του μοιάζει (κι αποδεικνύεται τελικά) μεγάλη παγίδα.
Ο Αλμερέιντα επιμένει στη χρήση του αναλλοίωτου, ατόφιου σαιξπηρικού λόγου, κάτι που προσφέρει στην ταινία το λυρισμό της, αλλά και το μεγάλο της στοίχημα: από την πρώτη στιγμή μέχρι την τελευταία υπογραμμίζεται η αναμέτρηση της σκηνοθετικής δεινότητας του δημιουργού και της υποκριτικής στόφας των ηθοποιών με την κλασική πηγή τους. Και δυστυχώς, ο Αλμερέιντα χάνει στα σημεία.
Η σκηνοθεσία του επικεντρώνεται στο να προσαρμόσει το τότε στο σήμερα. Μοτοσικλέτες, εμπόριο ναρκωτικών, ipads, google - η γενιά των social media στο μίξερ με το σαιξπηρικό σύμπαν. Ομως δεν μας πείθει για την αναγκαιότητα της σύνδεσης, δεν έχει βρει την καρδιά της ταινίας, δεν την έχει βάλει να χτυπά συμμετρικά στο παρόν και το παρελθόν, δεν πείθει για τη διαχρονικότητα του θέματος.
Αντιθέτως, πλοκή, χαρακτήρες, ανατροπές, καθάρσεις μοιάζουν εντελώς ασύνδετες, απότομες, ανώφελες, σκόρπιες. Χάνεται τόση προσπάθεια στον εκσυγχρονισμό της εικόνας ώστε να θυμίζει μία μεταποκαλυπτική σχεδόν χαμένη Αμερική, που δεν έχει δουλευτεί μία υγρή αφήγηση, ένα συναισθηματικό χτίσιμο, ένα βάθος στα κίνητρα των ηρώων, ώστε να συμπορευτείς μαζί τους στη τραγωδία τους.
Για αυτό μόνο οι Εντ Χάρις και Ιθαν Χοκ διασώζονται από το πλήθος του καστ. Δύο ηθοποιοί με θεατρική παιδεία που τους επιτρέπει να βρίσκουν το κέντρο βάρους τους ακόμα κι όταν σκηνοθετικά επικρατεί μία σουρεάλ, αμήχανη, άτεχνη αναρχία.