Ο πιτσιρικάς Μπρους Γκάρετ, ένα στρουμπουλό αγόρι μικροαστικού βρετανικού σπιτιού, ακολούθησε το παράξενο παιδικό πάθος του κι έγινε ο... Βασιλιάς της Salsa! Παίρνοντας μέρος σε τοπικούς και μετέπειτα εθνικούς διαγωνισμούς με παρτενέρ την αδελφή του, μονοπωλούσε τους τίτλους των εφημερίδων και κέρδιζε βραβεία και αυτοπεποίθηση. Μέχρι που το bullying των νταήδων της περιοχής του έκοψε τη φόρα. «Ο χορός είναι για αδελφές» κι ο ταπεινωμένος Μπρους πέταξε τα λουστρινένια παπούτσια του στα σκουπίδια και γύρισε την πλάτη (όχι με χορευτικό σκέρτσο, αλλά από πεισμωμένο θυμό και ντροπή) στην μεγάλη του αγάπη για τον κουβενέζικο χορό. Οταν τον συναντάμε 30 χρόνια μετά, είναι ένας στρουμπουλός 40άρης υπάλληλος γραφείου, που ανέχεται καρτερικά τα πειράγματα του γοή/νταή του τμήματος. Ομως ο Μπρους θα κάνει την επανάστασή του. Κι αυτό για τα μάτια της νέας Αμερικανίδας προϊσταμένης του, η οποία έρχεται για να του θυμίσει ότι κάτω από μονόχρωμες γραβάτες και γιάπικα πουκάμισα, κρύβεται η φανταχτερή, μπιτάτη καρδιά ενός εξωτικού χορευτή. Μόνο που η επιστροφή στην αίθουσα χορού δεν είναι απλή υπόθεση...

Ο συμπαθής Νικ Φροστ (“Shaun of the Dead,” “Hot Fuzz”, “The World’s End”) μπορεί να παίξει τον loser υπνοβατώντας, πόσο μάλλον χορεύοντας. Ομως ένας καλοκάγαθος χοντρούλης ήρωας που θέλει να κερδίσει το κορίτσι και περνάει από χίλιες δοκιμασίες λικνίζοντας τις καμπύλες του είναι, το σωτήριο έτος 2014, ένα μονοδιάστατο αστείο. Πέφτει, σηκώνεται, αυτοσαρκάζεται, στροβιλίζεται γενναιόδωρα και ξαναπέφτει. Πόσες φορές θα γελάσεις;

Κι όμως. Υπάρχει τρόπος να κινηματογραφήσει κανείς το ballroom dancing σε ταινίες με έμπνευση, γοητεία, «κορασόν». Αρκεί να ξαναδεί κανείς το «Strictly Ballroom» του Μπαζ Λούρμαν, ή το αυθεντικό «Shall We Dance» του Σούο Μασαγιάκι για να διαπιστώσει ότι η αφορμή της πρόσκλησης για χορό γεννά ανατρεπτικές φιγούρες στο μυαλό του θεατή. Οσο κι αν μοιάζει αρχικά κλισέ, όσο κι αν καταλήγει μελό, ένας επιδέξιος καβαλιέρος στην κάμερα και μια παθιασμένη μελωδία στην ιστορία σε μανουβράρουν, σε τουμπάρουν, σε φέρνουν βόλτα.

Εδώ όμως, με μία σκηνοθεσία που μένει στατικά άχαρη, κι ένα προβλέψιμο σενάριο που δεν απογειώνει ποτέ τη χορογραφία των απροκάλυπτα σχηματικών χαρακτήρων (ο Κρις Ο' Ντάουντ των «Φιλενάδων» είναι απλά σαχλός, ενώ η Ρασίντα Τζόουνς του «Perks and Recreations» έχει έναν από τους πιο βαρετούς, απαράδεκτους γυναικείους ρόλους των τελευταίων χρόνων) η off beat ρομαντική κομεντί καταλήγει αυτό ακριβώς: off beat. Δεν έχει ούτε ρυθμό, ούτε κίνηση, ούτε έρωτα, ούτε πλάκα, ούτε Κούβα, ούτε μανία.

Μακάρι να είχε, τουλάχιστον, λίγη περισσότερη μανία.