Στην Αγγλία του 19ου αιώνα, μια νεαρή συγγραφέας παραδίδεται στην έλξη της για έναν μυστηριώδη, χαρισματικό άγνωστο που θα την παρασύρει σε αιματοβαμμένα μονοπάτια πάθους. Προσπαθώντας να ξεφύγει από τα φαντάσματα του παρελθόντος της, βρίσκει «καταφύγιο» στον πύργο του, ένα σπίτι που ζει, αναπνέει και ματώνει, έχοντας καλά θαμμένα μυστικά που ζητάνε εκδίκηση. Εκεί θα συμβιώσει με τη ζηλιάρα αδελφή του συζύγου της, καθώς και με αρκετά φαντάσματα που κρύβουν την ανείπωτη, φρικτή αλήθεια, πως, δηλαδή, η αγάπη έχει τη δύναμη να μας μεταμορφώνει όλους σε τέρατα…

«Τα φαντάσματα είναι αληθινά, το ξέρω». Αυτή είναι η φράση που ανοίγει την ταινία του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, ένα φιλμ που κατοικείται από τα φαντάσματα ενός σινεμά που κανείς δεν μοιάζει να κάνει πια. Αναπνέοντας τον αέρα ενός γοτθικού ρομάντζου, κατασκευασμένο με την προσοχή και την αφοσίωση που απαιτεί ένα χειροποίητο κομψοτέχνημα, ο «Πορφυρός Λόφος» βρίσκει την ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην γοτθική λογοτεχνία, τις καταραμένες ηρωίδες τα γεμάτα μυστικά σπίτια, τα δαντελένια νυχτικά που ανεμίζουν στο σκοτάδι και στις δικές του ιστορίες «τεράτων» και φαντασμάτων με τις οποίες ξεκίνησε την καριέρα του όπως το «Cronos», ή την «Ραχοκοκαλιά του Διαβόλου».

Και μαζί είναι μια ταινία για το ίδιο το σινεμά, αφού η ηρωίδα του μας εξηγεί πως «τα φαντάσματα είναι μια παραβολή», ή τα πλάνα του περισσότερες από μία φορές κλείνουν με iris shots, θυμίζοντας τις μέρες του βωβού κινηματογράφου και υπενθυμίζοντάς σου πως αυτό που βλέπεις είναι ένα φιλμ, ακόμη κι αν κάθε τι σε προκαλεί να το ξεχάσεις.

Γιατί ο «Πορφυρός Λόφος» σε μεταφέρει στον δικό του τόπο και χρόνο, έναν κόσμο φασματικό και μαγικό, απειλητικό και υπέροχο. Εναν κόσμο χτισμένο από δεκάδες αναφορές, εικαστικές και λογοτεχνικές, σημερινές ή παλιές, τις οποίες όμως μεταμορφώνει σε κάτι αυθύπαρκτο και απόλυτα συναρπαστικό.

Η ομορφιά του φιλμ είναι τόση όση θα περιμένατε από μια ταινία του Ντελ Τόρο, κι ακόμη μεγαλύτερη, αφού το art direction, το set design και τα κοστούμια αγγίζουν το επίπεδο της αληθινής τέχνης. Κι αυτή η ομορφιά είναι που κάνει την ταινία να ξεπερνά τις αδυναμίες της, που έχουν να κάνουν με την ιστορία, που δεν ξεφεύγει σχεδόν καθόλου από το συνηθισμένο πλαίσιο ενός γοτθικού ρομάντζου και με τους χαρακτήρες που μοιάζουν μάλλον σχηματικοί και πρόχειροι.

Μπορεί να είναι από την αγάπη του για το είδος, για τον κόσμο αυτό, μα ο Ντελ Τόρο μοιάζει επίσης με παιδί ελεύθερο σε ζαχαροπλαστείο, δεν μπορεί να αφήσει κανένα από τα γνώριμα χαρακτηριστικά του gothic τρόμου ή ρομάντζου που να μην χρησιμοποιήσει, δίνοντας κατά στιγμές στο φιλμ μια υπερβολή που υπονομεύει την αποτελεσματικότητά του.

Ακόμη κι έτσι όμως, ο «Πορφυρός Λόφος» δεν παύει να είναι μια ταινία που απολαμβάνεις απόλυτα, ένα συναρπαστικό ταξίδι στον λαβύρινθο των κινηματογραφικών ονείρων ενός δημιουργού, που δεν είναι τίποτα λιγότερο από οραματιστής και σπουδαίος.