Την ξέρουμε την «Πριγκίπισσα Σίσσυ» - την όμορφη κοκκινομάλλα, με το ατίθασο πνεύμα, που λάτρευε τα άλογά της. Ξέρουμε την ιστορία αγάπης με τον Φραγκίσκο Ιωσήφ, ο οποίος ερωτεύτηκε αυτό ακριβώς, το κορίτσι που κάλπαζε ελεύθερο, γνωρίζουμε ότι παντρεύτηκαν κι ότι η Σίσσυ έγινε αυτοκράτειρα της Αυστρίας. Μία γυναίκα που η αριστοκρατική Ευρώπη εξιδανίκευσε για την ομορφιά της - αυτά τα μακριά κόκκινα μαλλιά, την αισθητική της στα ρούχα που επιδείκνυε η διάσημη λεπτή της μέση.

Αυστρία, 1877. Μπροστά στην Αυτοκράτειρα Σίσσυ έρχεται η τούρτα με τα 40 της κεράκια. Εκείνη δε θέλει να σηκωθεί να τα σβήσει. Γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει αυτό το ορόσημο. Συμβολικά, η θηλυκή της υπόσταση σβήνει - μία γυναίκα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως σύμβολο ομορφιάς στα 40. Κυριολεκτικά, τα 40 είναι το προσδόκιμο επιβίωσης των γυναικών στην εποχή της. Εκείνη όμως είναι ακόμα ζωντανή. Ιππεύει τα άλογά της, κολυμπά, ξυπνά την μικρή της κόρη για να ζήσουν μαζί μια νυχτερινή περιπέτεια. Πάλλεται, ονειρεύεται, νιώθει. Τι κι αν ο Φραγκίσκος Ιωσήφ δεν την αγγίζει πια. Τι κι αν την αγνοεί - όταν ήταν νέα άκουγε τη γνώμη και τη συμβουλή της στις πολιτικές του αποφάσεις, τώρα... «το έχει μετανιώσει πικρά». Απομονωμένη, χωρίς καθήκοντα κι ενδιαφέροντα, οφείλει μόνο να χτενίζει περίτεχνα τα μακριά ατίθασα μαλλιά της και... να μην παχαίνει. Να αποφεύγει το επιδόρπιο, που όλοι οι άντρες απολαμβάνουν στα επίσημα γεύματα, να ακολουθεί ένα αυστηρό πρόγραμμα νηστείας, να σφίγγει τον κορσέ της όλο και πιο σφιχτά. Μόνο που αυτό που σιγοβράζει μέσα της μια μέρα γίνεται απόφαση. Σηκώνεται από την καρέκλα της, σηκώνει το μεσαίο δάχτυλο στον Φραγκίσκο Ιωσήφ και τους υπόλοιπους άντρες του τραπεζιού και ξεκινά την επανάστασή της.

Η Μαρί Κρόιτσερ γράφει καυστικά και σκηνοθετεί αριστοτεχνικά μία φιξιόν απεικόνιση της ζωής της Αυτοκράτειρας Σίσσυ, Οχι, αυτή η ταινία «δεν είναι βασισμένη σε αληθινή ιστορία». Είναι εμπνευσμένη από εκατομμύρια αληθινές ιστορίες. Γιατί η Κρόιτσερ μπορεί να κοιτά πίσω, σε εποχές που η γυναίκα ήταν απλό μπιμπελό και όφειλε να μην θαμπώσει, να μην σπάσει, να μην σταματήσει να διακοσμεί, αλλά πόσα έχουν πράγματι αλλάξει σήμερα, που, ό,τι κι αν καταφέρει μια γυναίκα, οφείλει να παραμένει Μπάρμπι; Η Σίσσυ έρχεται από τα βάθη του 19ου αιώνα για να μας αφηγηθεί, πικρά, καυστικά, αλλά και ψύχραιμα (δεν χρειάζεται κορώνες, υπερβολές και μανιφέστα) μία απόλυτα σύγχρονη φεμινιστική ιστορία. Εναν κορσέ που δεν έχουμε καταφέρει να αποτινάξουμε, γιατί, τις περισσότερες φορές τον αναζητούμε οι ίδιες.

Η Κρόιτσερ γράφει τολμηρά. Η ηρωίδα της θα αντιμετωπίσει δημόσια όλα τα κλισέ που σφίγγουν τα σπλάχνα της, κορδόνι-κορδόνι, και της κόβουν την ανάσα. Η 40χρονη Σίσσυ θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την ανασφάλεια για την εικόνα της που συνδέεται άμεσα με την αυτοεκτίμηση και την αυτοδιάθεση για σεξουαλική απόλαυση. Θα επανεξετάσει τον ρόλο της συζύγου - σιωπηλή μαζορέτα σε όποια απόφαση, ή σύντροφος που λέει την άποψή της με σθένος και στηρίζει έμπρακτα; Θα την πνίξει η ιερή αποστολή της μητρότητας - η Κρόιτσερ θα μας δείξει μέσα από μικρές στιγμές τον αντισυμβατικό τρόπο που αυτή η γυναίκα εξέφραζε την αγάπη της στα παιδιά της, μη ακολουθώντας της επιταγές της εποχής και το αυτοκρατορικό πρωτόκολλο, και κατά πόσο ήταν και τα ίδια έτοιμα να την εισπράξουν έτσι, ακατέργαστα, παθιασμένα, τσαλακωμένα.

Αν όμως η γραφή συνδέει με μαεστρία το τότε με το τώρα, η κάμερα κινηματογραφεί ξεκάθαρα σύγχρονα. Τίποτα στην εικόνα δεν είναι γυαλιστερό, λαμπερό, μια καλλιγραφία ταινίας εποχής. Η ατμόσφαιρα είναι off για period piece - το φυσικό φως κατεβάζει τους τόνους της λάμψης, οι λάσπες στις μπότες ιππασίας μουτζουρώνουν την αισθητική, η εικόνα της Σίσσυ να καπνίζει μανιωδώς την αποκαθηλώνει από σύμβολο. Είναι άνθρωπος. Είναι γυναίκα. Είναι μία θυμωμένη γυναίκα.

Ετσι την ερμηνεύει και η Βίκι Κριπς - πάντα στιβαρή πρωταγωνίστρια, αλλά εδώ ίσως στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της. Η Σίσσυ κρύβει οργή - ακόμα κι όταν το πράο, χλωμό πρόσωπό της μένει ακίνητο απέναντι σ' ένα αρσενικό πρόσταγμα. Τα μάτια της λαμπιρίζουν από λαχτάρα, παράπονο, απογοήτευση, θυμό - κάθε φορά που της απαγορεύεται να κάνει κάτι που θέλει. Η Κριπς όμως δεν της επιτρέπει να κλάψει. Την ερμηνεύει με δύναμη, έναν αναχρονιστικό τσαμπουκά, μία μεταγενέστερη σοφία, μία υπεράνω ωριμότητα. Εκείνη έχει δίκιο, ο κόσμος δεν είναι έτοιμος για ένα πλάσμα σαν αυτήν. Αυτό όμως δεν της προκαλεί λιγότερη θλίψη - είναι παγιδευμένη στο χρυσό κλουβί της, σ' έναν ανέραστο γάμο, στις κοκκάλινες μπανέλες της εικόνας της που ο χρόνος δεν της επιτρέπει να είναι πλέον θαυμαστή, αξιαγάπητη, ερωτεύσιμη.

Κι σε αυτό το σημείο η πρωταγωνίστρια δίνει ένα tour-de-force ρεσιτάλ. Στις στιγμές που ο δυναμισμός υποχωρεί. Η βεβαιότητα λυγίζει. Θέλει να την θέλουν. Αποζητά να την λατρεύουν. Αρνείται να βγάλει τον κορσέ, τον σφίγγει η ίδια όλο και περισσότερο. Αγωνίζεται να ξαναγίνει και μπιμπελό και μπάρμπι, και σεξουαλικό ον. Γιατί δεν αγαπιέται μια γυναίκα που τρέχει ελεύθερα με τους λύκους; Δεν είναι μόνο αυτό μια δυνατή γυναίκα. Κι εκείνη θέλει αγκαλιά. Ασφάλεια. Σεβασμό. Σεξ.

Η Κρόιτσερ δεν επιτρέπει υπερβολές στη γραφή της, αλλά κι ούτε είναι το στιλ της Κριπς να ερμηνεύσει τον πόνο και την οργή αβανταδόρικα. Την σταδιακή αλλαγή στην ηρωίδα της, η Κριπς την αναπνέει τσιγάρο στο τσιγάρο. Ανεπαίσθητα αφαιρεί επιδερμίδες μεταξιού και αποκαλύπτει τραχιά τη λαβωμένη γυναικεία αυτοεκτίμηση. Βουρκώνει και βγάζει γλώσσα την ίδια στιγμή. Μέχρι που το καζάνι που έβραζε, ξεχειλίζει. Η Σίσσυ δεν μπορεί να έχει αυτό που θέλει. Αλλά δε θα δώσει στον κόσμο κι αυτό που θέλουν εκείνοι. Θα αποχωρήσει από την μεγάλη εικόνα με το κεφάλι ψηλά, το δάχτυλο σηκωμένο και ένα λυτρωτικό χαμόγελο.

Ο κορσές θα βγει, αρκεί να το πιστέψει εκείνη που τον φοράει.

Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο τμήμα «Ενα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών. Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Λονδίνου. Επίσημη υποψηφιότητα της Αυστρίας για το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας 2023.