Ενας απατεώνας που έχει καταφέρει να κλέψει έναν περίεργο μπλε χαρτοφύλακα, ξεμένει από βενζίνη στην Νεβάδα, με εκτελεστές να τον κυνηγούν για να τον εξοντώσουν και να παραδώσουν το περιεχόμενο της τσάντας στα μεγάλα αφεντικά. Μοναδική λύση για να μείνει ζωντανός; Να συλληφθεί. Δημιουργεί έναν πανικό σε μία δεξίωση γάμου, επιτίθεται σε μία νεαρή βοηθό σερίφη που επιχειρεί να σταματήσει την ένταση και πετυχαίνει το στόχο του. Η σκληροτράχηλη αλλά πρωτάρα ουσιαστικά αστυνομικός τον συλλαμβάνει και τον ρίχνει στα υπόγεια κελιά του τμήματος. Ταυτόχρονα δύο σερίφηδες που βρίσκουν το εγκαταλειμμένο και γαζωμένο από σφαίρες αυτοκίνητό του, παραλίγο να σκοτωθούν από όχημα που ξεφεύγει από την πορεία του και πέφτει πάνω τους. Ο οδηγός, τύφλα στο μεθύσι, συλλαμβάνεται επίσης και μπαίνει στο διπλανό κελί. Μόνο που κι αυτός έχει επιτύχει τον σκοπό του: είναι ένας από τους εκτελεστές και τώρα βρίσκεται δίπλα στον στόχο του. Πώς θα δραπετεύσει έχοντας ολοκληρώσει τη δουλειά; Τι θα συμβεί όταν κι ένας δεύτερος, εντελώς αδίστακτος εκτελεστής, μπουκάρει στο αστυνομικό τμήμα; Και τι μπορεί να κάνει η νεαρή αστυνομικός που παγιδεύεται ανάμεσα στα πυρά;
Ο σκηνοθέτης Τζο Κάρναχαν μάς είχε τραβήξει την προσοχή, ακριβώς 20 χρόνια πριν: το «Narc» ήταν ένα στιβαρά παλιομοδίτικο (της παράδοσης των 70ς αντιηρώων του Λιούμετ, του Κόπολα, του Σκορσέζε) αστυνομικό, με ατμόσφαιρα, χαρακτήρες και γερό σενάριο. Συνέχισε παίζοντας με τις ισορροπίες, ανάμεσα σε τέτοιου είδους προσωποκεντρικά θρίλερ («The Grey») και πιο στυλιζαρισμένες περιπέτειες («Ασος στο Μανίκι», «The A-Team»).
Εδώ επιχειρεί να αποδείξει ότι το στυλ, η ατμόσφαιρα, το χιούμορ, η στα όρια των comics βία, μπορούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον του θεατή, ακόμα κι όταν η δράση φυλακίζεται στα όρια των τοίχων και των κάγκελων ενός απομονωμένου στην έρημο αστυνομικού τμήματος.
Μέχρι ένα σημείο το πετυχαίνει: και το εύρημα των όχι και τόσο τυχαίων συλλήψεων, αλλά και η σκιαγράφηση της πρωταγωνίστριας ηρωίδας (που όση εμπειρία της λείπει, τόσο τσαγανό έχει) υπόσχονται κάτι διαφορετικό και δυνατό.
Σταδιακά όμως, ο Κάρναχαν εγκλωβίζεται κι ο ίδιος σε τέσσερις τοίχους. Από ένα σημείο και μετά, όλα τα ευρήματα και οι υπερβολές, αντί να δυναμώνουν την ένταση στο σασπένς, μοιάζουν κατασκευασμένες και εξυπνακίστικες.
Ο Τζέραλντ Μπάτλερ επιχειρεί να αποδείξει ότι μπορεί να παίξει και σ' ένα άλλο είδος ταινίας δράσης, πολύ διαφορετικό από τα franchise που τον έκαναν διάσημο, αλλά κι εκείνος καταλήγει καρικατούρα του εαυτού του.
Κρίμα, γιατί ακόμα κι από τους τίτλους αρχής, η ταινία έδινε μία υπόσχεση 70ς αστυνομικής περιπέτειας που θα χόρταινε τα μάτια και θα την απολάμβανε το μυαλό.