O Oλιβερ είναι ένα 8χρονο μοναχικό αγοράκι, χωρισμένων γονιών. Γεννημένος με διαταραχή αυτιστικού φάσματος, δεν μιλάει, δεν κοιτάει στα μάτια, δεν έχει φίλους στο σχολείο - μόνο bullies. Μοναδική του χαρά, το κινητό και το ipad του. Μέσα από αυτά επικοινωνεί πατώντας λέξεις και σχηματίζοντας σκέψεις, παίζει τα παιχνίδια του, βλέπει τις σειρές του, κάνει παρέα με τους ήρωες των παραμυθιών του. Μόνο που αυτό το τελευταίο γίνεται θανάσιμα κυριολεκτικό, όταν ένα σκελετόμορφο πλάσμα, ο Λάρι, ένα «παρεξηγημένο τέρας» ζωντανεύει και προσπαθεί να πείσει τον Ολιβερ να τον βοηθήσει να δραπετεύσει από τις ηλεκτρονικές συσκευές στον κόσμο μας, ή ακόμα καλύτερα, να τον απαγάγει στον δικό του και να είναι για πάντα φίλοι. Να ζήσουν αυτοί καλά κι όλες οι μαμάδες του πλανήτη με ακόμα μεγαλύτερο τρόμο για την προσκόλληση των παιδιών τους σε οθόνες.
Εξαφανίζονται τα παιδιά μέσα στις ηλεκτρονικές συσκευές; Χάνουν το μυαλό τους; Ζούμε σε εποχές που γεννούν μοναχικά πιτσιρίκια; Ο Τζέικομπ Τσέις μοιάζει να επιχειρεί μία τέτοιου είδους παραβολή και μία άσκηση για το πώς ο τρόμος μπορεί να απορρέει από τους άγνωστους για τους γονείς τόπους της τεχνολογίας, αλλά τίποτα δεν προχωρά σε άλλη πίστα. Ολες οι αναφορές είναι επιδερμικές και όλες οι αφηγηματικές ιδέες ανεκμετάλλευτες. Χάνεται η ευκαιρία να βρεθεί ο θεατής στο σκοτάδι, μαζί με τα πραγματικά «παρεξηγημένα τέρατα», τα διαφορετικά παιδιά. Να αναδυθεί με τον τρόμο της ανελέητης καθημερινότητας: πώς μεγαλώνεις ένα παιδί με αυτισμό, πώς μεγαλώνεις όλα τα υπόλοιπα παιδιά ώστε να σέβονται τη διαφορετικότητα των συμμαθητών και φίλων τους. Στο μυαλό έρχεται και το «Babadook» της Τζένιφερ Κεντ, αλλά και το «Let the Right One In» του Τόμας Αλφρεντσον. Θες να μιλήσεις πραγματικά για την μοναξιά; Κάνε την ανατροπή και εμφάνισε ένα πραγματικά παρεξηγημένο τέρας.
Οχι, ο Τσέις μπορεί να χτίζει όλο τον σκελετό για κάτι πιο σοβαρό, αλλά στην ουσία, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι ο φθηνός τρόμος που θα προσφέρει ο σκελετωμένος μπαμπούλας του, μόλις θα εμφανιστεί. Αλλωστε η ταινία του είναι η εξέλιξη της μικρού μήκους του «Larry» - αυτός θέλει να είναι ο πρωταγωνιστής του. Καμία αντίρρηση, αν ήξερε και τι να τον κάνει. Ολο το σασπένς, ο ρυθμός, η αναμονή για να δούμε το τέρας δεν μάς ανταμείβει όταν τελικά αυτό συμβαίνει. Το concept του άυλου τρόμου που το βλέπεις μόνο μέσα από οθόνες, εξαντλείται άμεσα. Μετά, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο έκπληξης, ταραχής, απροσδόκητου. Η ατμόσφαιρα είναι κατασκευασμένα αναμενόμενη (όλα τα περιμένεις - και τους ανατριχιαστικούς ήχους και τα υπαινικτικά πλάνα της κάμερας), η πλοκή προβλέψιμη, κι ο «Λάρι» δεν καταφέρνει να προκαλέσει αυτή τη βαθιά αίσθηση ανησυχίας που σου κάνει μία σωστή ταινία τρόμου που παίζει με το μυαλό σου.
Κι είναι κρίμα γιατί ο Τσέις, ενώ έχει μία ιδέα στα χέρια του, δεν καταφέρνει τελικά να μάς προσκαλέσει σε ένα απολαυστικό παιχνίδι τρόμου, αλλά σ' ένα μέτριο horror movie που δεν πρόσθεσε τίποτα στο genre.