Η Γκλόρια χάνει ξαφνικά τη δουλειά και τον φίλο της, τον Τιμ. Απελπισμένη, επιστρέφει στην μικρή κωμόπολη που γεννήθηκε, όπου και επανασυνδέεται με τον παιδικό της φίλο, τον Oσκαρ, έναν καλοπροαίρετο ιδιοκτήτη μπαρ, ο οποίος μαζί με τους φίλους του, την παρασύρουν στο ποτό. Τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν μία… περίεργη τροπή, όταν η Γκλόρια ανακαλύπτει με τρόμο ότι ένα αδηφάγο τέρας, που βρίσκεται στη Σεούλ, μιμείται κάθε της κίνηση σε καταστροφικό βαθμό.

Μία (εντάξει όχι και κολοσσιαία) ιδέα ισοπεδώνεται με κρότο στο κενό χώρο που χωρίζει τη χιπστεριά από τη σαχλαμάρα και μένει εκεί ως μια ταινία event χωρίς κανένα event.

Φανταστείτε ότι είστε παραγωγός και σας το έκαναν pitching: αλκοολικό κορίτσι διώχνεται κακήν κακώς από το αγόρι του, επιστρέφει στο πατρικό του, εκεί συναντιέται με έναν παιδικό φίλο και την αγοροπαρέα του – και όλα αυτά την ίδια στιγμή που ένα τέρας στην Κορέα θερίζει κόσμο και προς έκπληξη όλων μοιάζει να επαναλαμβάνει τις κινήσεις του κοριτσιού που βρίσκεται στην αμερικανική ενδοχώρα.

Οπου κορίτσι βάλτε την Αν Χάθαγουεϊ, όπου παιδικός φίλος βάλτε τον Τζέισον Σουντεΐκις και όπου αγόρι τον Νταν Στίβενς και... εντάξει αγοράστε το με τη μία γιατί θα παέι στο Σαντανς, θα αποθεωθεί, θα έχει και σούπερ πόστερ και θα δημιουργήσει τέτοιο hype που οι πωλήσεις του παγκόσμίως είναι εξασφαλισμένες και μπορεί να γίνει και το «αγαπημένο» της χρονιάς για ορδές χίπστερ που λυγίζουν στη θέα οτιδήποτε weird.

Και μετά δείτε το με την ίδια (εντάξει όχι και κολοσσιαία) περιέργεια που είχαμε όλοι πριν φτάσει στις οθόνες μας για να ανακαλύψετε πως ανάμεσα στο pitching και στο τελικό αποτέλεσμα παρεμβάλλεται ένας ολόκληρος κόσμος που στην περίπτωση του «Colossal» περιστρέφεται γύρω από την κεντρική ιδέα και δεν καταφέρνει ποτέ να την κάνει κάτι περισσότερο από αυτό που είναι.

Επενδύοντας πάνω στην απόλυτη ακύρωση των ειδών και με μια παραβολή που μοιάζει μεγαλύτερη και από την πάλη των φύλων που βρίσκεται στο κέντρο του σχεδόν στο ίδιο μέγεθος με το kaiju στην πολυσύχναστη Κορέα, το φιλμ του Νάτσο Βιλαγκόντο (θυμηθείτε τον κυρίως για το «Timecrimes» και λιγότερο για τις συμμετοχές του στο «The ABCs of Death» και το «V/H/S: Viral») ξεγελάει με τις προθέσεις του για πολλή ώρα μέχρι που παραδίνεται στη σαχλαμάρα και μένει εκεί μέχρι και το τέλος του.

Ούτε οι φιλότιμες προσπάθειες της Αν Χάθαγουεϊ να φτιάξει μια μοντέρνα εκδοχή μιας τα-κάνω-όλα-λάθος αλλά δεν θέλω να ντρέπομαι γι' αυτό γυναίκας, ούτε οι κατά στιγμές χαριτωμένες ανατροπές πάνω στην ενοχή, την τιμωρία ή την έννοια της «αντροπαρέας», μπορούν να σηκώσουν το βάρος μιας (εντάξει όχι και κολοσσιαίας) αποτυχίας που εκτός από το ότι δεν λέει τίποτα, αγνοεί τους χαρακτήρες της ποτίζοντάς τους με αντιπάθεια, την ίδια ώρα που ακόμη και τα καλοφτιαγμένα εφέ πίσω στην Κορέα λειτουργούν μάλλον κόντρα στις προθέσεις των δημιουργών: να σε κάνουν να ξεχαστείς για λίγο, όχι όμως και να ξεχάσεις αυτό που βλέπεις.