Στην Ελλάδα του σήμερα, αν το σήμερα ήταν κινηματογραφημένο σε χιλιοπαιγμένη βιντεοκασέτα και οι κάτοικοί της έμοιαζαν να ζουν με τα φαντάσματα ενός εμφυλιακού παρελθόντος κρεμασμένα σε κορνίζες στον τοίχο, πέντε κοπέλες βρίσκονται αντιμέτωπες με τον εφιάλτη της ανεργίας αν και το βασικό τους πρόβλημα μοιάζει να είναι η ηλιθιότητα. Και καθώς η λογική ή ευφυία δεν είναι το μεγάλο τους ατού, αποφασίζουν να λύσουν το πρόβλημα τους ληστεύοντας μια τραπεζα με την παρότρυνση της σπιτονοικοκυράς τους, που ως παλιά αντάρτισσα βλέπει στο σύστημα τον «εχθρό» και η οποία αναλαμβάνει να οργανώσει για εκείνες ένα «αλάνθαστο σχέδιο» που όμως δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει όπλα. Εμπόδιο στα σχέδια της στέκεται ένας πρώην αστυνομικός της Βασιλικής χωροφυλακής που έχει παρελθόν μαζί της κι ο επίσης αστυνομικός -αλλά κυρίως ανίκανος- ανιψιός του, ενώ στην ιστορία μπλέκεται μια πρόσφατα αποφυλακισμενη παραχαράκτης, η ανιψιά της γιαγιάς, ο ψιλικατζής κι ο καφετζής της γειτονιάς.
Βεβαίως τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει σημασία, αφού η πλοκή είναι για γέλια, ή ίσως για κλάματα, οι χαρακτήρες αλλάζουν κίνητρα και προθέσεις στην διάρκεια του φιλμ και το μόνο που παραμένει σταθερό σε όλη τη διάρκεια του φιλμ είναι η αίσθηση της προχειρότητας, της ευκολίας και της κακογουστιάς. Οι ερμηνείες θυμίζουν σχολική παράσταση η αισθητική και η φωτογραφία θυμίζουν φτηνή τηλεόραση ή βιντεοταινίες της δεκαετίας του 80, το σενάριο και το μοντάζ θρυμματίζουν την ιστορία σε σκηνές που αποτελούνται από κακόγουστα σκετσάκια που δεν έχουν λόγο ύπαρξης και που δεν είναι ούτε κατά διάνοια αστεία.
Το στόρι είναι υποτυπώδες, η ίντριγκα ανύπαρκτη, το εύρημα της ληστείας, γελοίο και ισλαμοφοβικό ενώ ο λόγος για τον οποίο η ταινία έχει τον συγκεκριμένο τίτλο θα εξηγηθεί στην τελευταία σκηνή από τον χαρακτήρα του περιπτερά που υποδύεται για λίγο ο Γρηγόρης Αρναούτογλου με τρόπο που θα φανεί αστείος ή πιστευτός μόνο σε ανθρώπους που δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το πως λειτουργεί το τραπεζοοικονομικό σύστημα, το χρήμα ή απλά ο κόσμος.