Στα τέλη του 19ου αιώνια ο κλόουν Ζορζ Φουτίτ ανακαλύπτει σε ένα επαρχιακό τσίρκο τον «Chocolat», έναν Κουβανό που βρέθηκε στη Γαλλία, χαρίζοντας «πρωτόγονο» θέαμα στο αδηφάγο κοινό ως ένας ιθαγενής με μια μαϊμού που τρομάζει τα πλήθη. Του προτείνει να συνεργαστούν σε ένα πρωτότυπο ντουέτο και η επιτυχία τους τους στέλνει μέχρι το Παρίσι, όπου γίνονται σταρ πρώτου μεγέθους. Ειδικά ο «Chocolat», ο πρώτος μαύρος καλλιτέχνης που εμφανίστηκε σε γαλλική σκηνή γίνεται ο αγαπημένος της Μονμάρτης, έμπνευση για τον Τουλούζ Λοτρέκ και «πρωταγωνιστής» μιας από τις πρώτες ταινίες των αδερφών Λιμιέρ, πριν δει την καριέρα του να παίρνει την κατιούσα εξαιτίας του εθισμού του στο τζόγο...

Είναι μερικές ταινίες που ξέρεις ήδη από τα πρώτα λεπτά τι ακριβώς θα ακολουθήσει μέχρι και την τελική τους σκηνή.

Συνήθως είναι αληθινές ιστορίες ανθρώπων άγνωστων που η ζωή τους είναι ταυτόχρονα κάτι που αξίζει να αφηγηθείς και ένα παράδειγμα γεμάτο μηνύματα για όσους το ακούν για πρώτη φορά. Βιογραφίες πρωτοπόρων ανθρώπων που η Ιστορία δεν τους τοποθέτησε στις πρώτες σελίδες της και μέσα από το σινεμά αναζητούν μια δεύτερη ευκαιρία για να αναγνωριστούν ως τέτοιοι. Και συνήθως αυτοί οι άνθρωποι – αν δεν είναι αθλητές ή εφευρέτες – είναι καλλιτέχνες.

Ενας τέτοιος αφανης της Ιστορίας είναι και ο Ραφαέλ Παντίγια, πιο γνωστός ως Chocolat, ο πρώτος μαύρος καλλιτέχνης που έλαμψε στα τέλη του 19ου αιώνα κάνοντας ντουέτο μαζί με τον λευκό κλόουν Ζορζ Φουτίτ. Ο Παντίγια έγινε σταρ του τσίρκου, ξεκινώντας από την επαρχία και φτάνοντας μέχρι την καλή κοινωνία του Παρισιού και διεκδικώντας συνεχώς με προσωπικό κόστος μια ισότιμη θέση ανάμεσα στους λευκούς.

Η ιστορία του είναι μεν άγνωστη, τουλάχιστον εκτός Γαλλίας, αλλά και τελικά τόσο γνωστή, αφού η μοναδική ιδιαιτερότητά της είναι ότι η δόξα θα τον οδηγήσει στις σπατάλες και από εκεί σε χρέη από το τζόγο και πως αργά ή γρήγορα θα έρθει αντιμέτωπος με τη δική του προσωπική ευθύνη, όταν θα ανακαλύψει πως τα νούμερα που τον κάνουν τόσο διάσημο αναπαράγουν στην πραγματικότητα την ιδέα των λευκών για τους «πρωτόγονους» μαύρους και χαϊδεύουν τις προκαταλήψεις τους, διατηρώντας τον μαύρο στη θέση αυτού που θα δέχεται τα πειράγματα και το ξύλο που φέρνουν γέλιο.

Ο μαροκινής καταγωγής Ροσντί Ζεμ, καθόλα αξιόπιστος ως ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της Γαλλίας εδώ και δεκαετίες, πιστεύει, ωστόσο, πως η δύναμη της ιστορίας του Σοκολά είναι αρκετή και έτσι διεκπεραιώνει την αφηγησή της σαν να επρόκειτο για κλασικά εικονογραφημένα που πρέπει ντε και καλά να διαβαστούν απ’ όλη την οικογένεια και να γίνουν κατανοητά από όλους.

Χωρίς καμία έξτρα έμπνευση, σχεδόν χωρίς πάθος ή εκείνο το ιδιαίτερο βλέμμα που θα έφερνε μια ιστορία για κάτι που έγινε κάποτε σε μια ιστορία που λέει κάτι για το σήμερα, ο «Κύριος Σοκολά» του αρχίζει και τελειώνει στον ίδιο ακριβώς αργόσυρτο τηλεοπτικό ρυθμό, με μελοδραματισμούς που θα συγκινήσουν εύκολα, αφέλειες στην αφήγηση και μηνύματα που υπογραμμίζονται (και ξαναυπογραμμίζονται) σε κάθε ευκαιρία.

Ο Ομάρ Σι είναι σωματικά και εκφραστικά η ψυχή της ταινίας – σε ένα ρόλο δύσκολο που επίσης, όμως, διεκπεραιώνει με (αν και) έντιμη μανιέρα, όπως κάνει πάντα ήδη από την εποχή των «Αθικτων». Τις καλύτερες στιγμές του «κλέβει» ο Τζέιμς Τιερέ – εγγονός του Τσάρλς Τσάπλιν στο ρόλο του Ζορζ Φουτίτ που όταν δεν είναι οχυρωμένος πίσω από το μέικ απ του καταφέρνει να μεταφέρει κάτι από το σκοτάδι που κρύβει ο εκτυφλωτικά φωτισμένος κόσμος του θεάματος.

Μαζι και μόνοι, δύο φιγούρες με προοπτικές και δυο ηθοποιοί με εύρος, κατεβάζουν κι αυτοί τις απαιτήσεις τους στο μέτρο μιας ανέμπνευστης, προβλέψιμης και τελικά βαρετής ταινίας, κεντρικά πρόσωπα μιας κινηματογραφικής βιογραφίας που αρχίζει και τελειώνει όταν έχεις περιγράψει την υπόθεσή της.