Στο πολιτικά φορτισμένο περιβάλλον της Σοβιετικής Ρωσίας, πίσω στο 1953, σ’ ένα ιδιότυπο κοινωνικοπολιτικό καθεστώς που πνίγει το ανθρώπινο πνεύμα με τραγικά αποτελέσματα, ο Κόκκινος Αντεροβγάλτης σκορπάει τον τρόμο χωρίς να συναντά ουσιαστικά εμπόδια. Εχοντας ήδη διαπράξει 43 φόνους, ανενόχλητος, ο Χασάπης του Ροστόφ, ένας από τους σεσημασμένους και πιο επικίνδυνους κακοποιούς στην ιστορία της ανθρωπότητας σχεδιάζει με μανία τις επόμενές του κινήσεις. Το κράτος κάνει τα στραβά μάτια και αρνούμενοι όλοι να παραδεχτούν ότι πρόκειται περί στυγνών και βάναυσων εγκλημάτων, βαφτίζουν τις δολοφονίες ατυχήματα. Ο Λέο Ντεμίντοφ, ένας μυστικός πράκτορας σε κρίση συνείδησης, χάνει την κοινωνική του θέση, την εξουσία και το σπίτι του, αρνούμενος να αποκηρύξει την ίδια του τη γυναίκα, Ραΐσα, για την υποτιθέμενη συμμετοχή της σε συνωμοσία εναντίον της πατρίδας τους. Εξόριστοι από τη Μόσχα σε ένα θλιβερό επαρχιακό φυλάκιο, ο Λέο και η Ραΐσα συνεργάζονται πλέον με τον τοπικό Αρχηγό της Αστυνομίας, Μιχαήλ Νέστεροφ, για να εντοπίσουν τον κατά συρροή δολοφόνο που κυνηγά νεαρά αγόρια.
Βασισμένο στο best-seller του Τομ Ρομπ Σμιθ, το «Child 44» έχει τόσα προβλήματα, σχεδόν όσα και ο πρωταγωνιστής του, ένας ήρωας του σταλινικού καθεστώτος που μέσα σε 137 λεπτά α) θα αμφισβητήσει την πίστη του στον Στάλιν β) θα αναγκαστεί να προδώσει τον καλύτερό του φίλο γ) θα προδώσει τη μέλλουσα συζυγό του δ) θα υποβιβαστεί στα έσχατα του συστήματος δ) θα πάθει εμμονή με έναν serial-killer και πριν φτάσουμε στο ω) θα περάσει δια πυρός και σιδήρου προκειμένου να βρει τη θέση του μέσα σε ένα σύστημα που έχει ξεπεράσει προ πολλού τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο καλό το κακό.
Το ότι αυτός ο ήρωας είναι ο Τομ Χάρντι κάνει φυσικά τα πράγματα μέχρι και ανεκτά, αφού πρώτα βέβαια ξεπεράσεις το γεγονός πως σε μια ταινία για τη Σοβιετική Ενωση της δεκαετίας του ’50 δεν παίζει κανένας Ρώσος ούτε σε δεύτερο ρόλο (αντιθέτως παίζουν Γάλλοι, Σουηδοί – λόγω της καταγωγής του σκηνοθέτη Ντάνιελ Εσπινόζα και λοιποί Δυτικοί), ενώ ο serial killer που αποκαλύπτεται με τόσο βασανιστικά αργό τρόπο που εύχεσαι να αναλάμβανε την κατάσταση κάποιος από το CSI για να τελειώνουμε είναι (κανένα spoiler) ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς Βρετανούς ηθοποιούς σε ένα ευφυώς «ποιος το σκέφτηκε» κάστινγκ.
Περισσότερο ενδιαφέρον λόγω της εποχής που διαδραματίζεται, αλλά με τελείως επιφανειακή ματιά στο τι ήταν η Σοβιετική Ενωση του Στάλιν (ναι ήταν χάλια, αλλά...) και καλοφτιαγμένο τόσο ώστε να ταιριάζει η σκοτεινιά της φωτογραφίας με τα μουντά χρώματα των στρατιωτικών στολών και την εξαθλίωση στη ρωσική επαρχία, το «Child 44» καθαρίζει γρήγορα με τη «διεθνή» του αποστολή – μια υπερπαραγωγή 50 εκατομμύριων δολαρίων με τον Ρίντλεϊ Σκοτ στο τιμόνι, έτοιμη να σαρώσει στο νέο ψυχροπολεμικό κλίμα κατά της Ρωσίας – για να ξεκίνήσει ως η ιστορία της ανόδου και της πτώσης ενός άνδρα πριν καταλήξει σε ένα «βρες το δολοφόνο», σχεδόν σαν να βλέπεις μίνι σειρά ενωμένη στο μοντάζ.
Με ελάχιστες καλές στιγμές – κυρίως όταν οι άμοιροι οι ηθοποιοί του προσπαθούν να σώσουν τα προσχήματα (ακόμη και μέσα στην αστεία ρώσικη προφορά του ο Χάρντι είναι πραγματικά ένας πολύ καλός ηθοποιός) και μια ατμόσφαιρα που είναι πνιγηρή αρχικά για τους σωστούς και όσο περνάει η ώρα για τους λάθους λόγους (βλ. «πήξαμε»), το «Child 44» δεν μπορεί να χειριστεί τη λογοτεχνική του καταγωγή, ξεχειλώνει το μυστήριο γύρω από τον serial –killer, χάνει κάθε ευκαιρία να αγγίξει τις πιο ενδιαφέρουσες υποπλοκές του – όπως αυτή της απαγορευμένης ομοφυλοφιλίας ή του αέναου κύκλου της προδοσίας ανάμεσα στους κύκλους της εξουσίας – και σε εξοντώνει από την ανία, πριν ολοκληρώσει την προπαγάνδα του και πιστέψει πως σε έναν κόσμο όπου οι Δυτικοί συνεχίζουν να βλέπουν ταινίες σαν αυτή εν έτει 2015, μπορεί άραγε να υπάρξει στ’ αλήθεια ποτέ happy end.