Ο Κέκο, ενας αγράμματος τύπος από το Μιλάνο, που ονειρευόταν πάντα να γίνει αστυνομικός, αποτυγχάνει για τρίτη φορά στις εξετάσεις. Καταφέρνει ωστόσο με μέσο να εξασφαλίσει μια θέση ως μυστικός πράκτορας στον Καθεδρικό Ναό της πόλης.
Ο Κέκο Ζαλόνε είναι κάτι σαν τον Σάσα Μπαρόν Κοέν ή τον Ανταμ Σάντλερ (εξαρτάται ποιον δεν αντέχετε περισσότερο!) αν συναντούσε το Μάρκο Σεφερλή σε ένα συνδυασμό που δεν κρύβει ούτε πολύ ταλέντο, ούτε χιούμορ από το οποίο δεν έχεις ξανακρυώσει και – το μόνο σίγουρο – αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο μπορείς να εκμηδενίσεις την απόσταση ανάμεσα στο λαϊκό και το λαϊκίστικο μέσα σε ένα και μόνο πλάνο.
Διαλέξτε όποιο σας αρέσει. Αυτό που «σατιρίζει» τη μεγάλη ιταλική φαμίλια στην οποία ο Κέκο είναι προσκολλημένος σαν να μην μεγάλωσε ποτέ. Αυτό που «καυτηριάζει» την καθολική εκκλησία χωρίς να προσβάλλει (προς Θεού) τα θεία ή ακόμη και τη θεία που δεν υπάρχει αμφιβολία πως ενδιαφέρεται διακαώς για να προκόψει ο ανηψιός της. Αυτό που μπλέκει επιπόλαια την τρομοκρατία με την κωμωδία, σαν να επρόκειτο για ένα spoof κάποιου Τζέιμς Μποντ ή του «Ροζ Πάνθηρα», χωρίς να μπορεί να υποστηρίξει ότι γνωρίζει πραγματικά τίποτα από τα δύο.
Ο,τι και να διαλέξετε, δεν θα βγείτε χαμένοι, αφού ο Κέκο Ζαλόνε επενδύει στην τοπική του πέραση ως «παιδί του λαού» (η πλευρα Μάρκος Σεφερλής) και στο αυταπόδεικτο γεγονός πως ο χαρακτήρας του δεν απέχει πολύ από το 80% των ανδρών στην Ιταλία (και εκτός αυτής) που αρνούνται να κοιτάξουν πιο πέρα από το φουσκωμένο από τη μαμά εγώ τους. Με χαρακτηριστική άνεση στο να μην είναι αστείος, ο Ζαλόνε αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο όσα ζει (με παρατηρήσεις που δεν αφορούν κανέναν) επαφίεται στο αστείο του ανόητου που όλοι γελούν μαζί του και ξέρει πως στο τέλος το «καλό παιδί» θα κερδίσει πολλά περισσότερα από μερικά εισιτήρια παραπάνω.
Μην πέσετε στην παγίδα να συγκρίνετε αν αυτό το «... Θεέ μου!» είναι καλύτερο ή χειρότερο από το άλλο «... Θεέ μου!» που βγήκε στις αίθουσες πέρσι τέτοια εποχή. Η λογική είναι παρόμοια, η σκηνοθεσία παραμένει τηλεοπτική, τα γέλια θα ακουστούν διάσπαρτα σε όλη την ταινία (για να ακουμπήσουν γλυκά πάνω στα κλισέ, τα παλιοκαιρίσια αστεία, την επιφανειακή κοινωνική κριτική, τη μαζική αίσθηση μιας κωμωδίας που έχει φτιαχτεί για να μην ενοχλήσει) και όταν όλα τελειώσουν θα αναζητάτε διακαώς την «Ομορφη Μέρα» του τίτλου που σας υποσχέθηκαν αλλά δεν βρήκατε πουθενά...