Ο Τζο Τζούνιορ, ο πρωτότοκος γιος του πανίσχυρου επιχειρηματία και πολιτικού Τζόζεφ Κένεντι, σκοτώθηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ υπηρετούσε ως πιλότος βομβαρδιστικού. Ο Τζον Φιτζέραλντ, ο δευτερότοκος, αφού έγινε μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων το 1946 και της Γερουσίας το 1953, εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ το 1960, τρία χρόνια πριν δολοφονηθεί στο Ντάλας. Ο δε τρίτος γιος, ο Ρόμπερτ, γενικός εισαγγελέας επί Τζον Φ. και γερουσιαστής της Νέας Υόρκης μετά τον θάνατό του, δολοφονήθηκε κι αυτός το 1968, στην κορύφωση της καμπάνιας του για την προεδρία των ΗΠΑ ως Δημοκρατικός.
Το 1969, λοιπόν, ο μόνος επιζήσας εκ των γιών Κένεντι (η οικογένεια είχε άλλες πέντε κόρες) ήταν πλέον ο Έντουαρντ. Ο στρουμπουλός και χασομέρης βενιαμίν που, πάντως, είχε στο μεταξύ μπει στην πολιτική από οικογενειακές πιέσεις και διατελούσε τώρα γερουσιαστής στη Μασαχουσέτη, με στόχο να κατεβεί υποψήφιος σε λίγα χρόνια και για την προεδρία, ως αντίπαλος του Ρεπουμπλικάνου Νίξον. Όμως τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς συνέβη κάτι απρόσμενο.
Το βράδυ της 18ης, ο Τεντ, όπως ήταν το παρατσούκλι του, στη διάρκεια ενός πάρτι επανασύνδεσης με τις γραμματείς του εκλιπόντος Ρόμπερτ σε ένα από τα νησάκια (το Τσαπακουίντικ, του πρωτότυπου τίτλου) του παραθεριστικού συμπλέγματος Martha’s Vineyard στη Μασαχουσέτη, προσπαθούσε να πείσει την Μέρι Τζο Κοπέκνι, πρώην δεξί χέρι του Ρόμπερτ, να ηγηθεί της δικής του πολιτικής καμπάνιας. Οι δυο τους μπήκαν κάποια στιγμή στο αμάξι κι έφυγαν. Το πρωί της επομένης, το πτώμα της Μέρι Τζο ανασύρθηκε από το αμάξι που έπλεε αναποδογυρισμένο στη λιμνοθάλασσα, δίπλα σε μια προβλήτα.
Ο Τεντ ισχυρίστηκε αργότερα πως έφυγαν να πάρουν το φέρι για το απέναντι νησάκι όπου διέμεναν, για να αποσυρθεί ο καθένας στο δωμάτιό του. Όμως αποπροσανατολίστηκε, λέει, μπήκε σε έναν σκοτεινό χωματόδρομο που τον οδήγησε σε μια προβλήτα, απ’ όπου και το αμάξι βούτηξε στα νερά. Ο ίδιος κατάφερε να βγει, αλλά οι προσπάθειές του να σώσει την κοπέλα απέβησαν μάταιες. Να συνέβη όντως έτσι; Ή να ήταν πιωμένος ο Τεντ και να μην ήξερε τι έκανε. Μήπως πάλι σκόπευε να ξεμοναχιάσει την Μέρι Τζο σε κάποια ερημική ακτή;
Η ταινία του Τζον Κάραν («Βαμμένο πέπλο») φλερτάρει με τις δύο τελευταίες εκδοχές σε όλο το πρώτο μισάωρο της δραματοποίησης των γεγονότων που οδήγησαν στο ατύχημα -και μέσα από σποραδικές ενθέσεις μνημών του Τεντ την υπόλοιπη διάρκεια. Πρόκειται για υποθέσεις, πράγματι, τη στιγμή που ουδέποτε ξεκαθαρίστηκε αν το πάρτι είχε χαρακτήρα σεξουαλικό (συμμετείχαν, άλλωστε, έξι παντρεμένοι άντρες ισχύος), ούτε και υπεβλήθη σε αλκοτέστ ο «δράστης», ο οποίος ανέφερε το συμβάν στις Αρχές μόλις την επομένη.
Ωστόσο, τους σεναριογράφους και τον σκηνοθέτη δεν τους ενδιαφέρει να το παίξουν ιστορικοί, ούτε συνωμοσιολόγοι ή αστυνομικοί ντεντέκτιβ. Εκείνο που τους απασχολεί είναι, αφού εισηγηθούν την (κοινή σε όλους) πληροφορία, να τη χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα και μόνον για τη δόμηση μιας μελέτης για την ασυδοσία της νεποτιστικής αριστοκρατίας και την υπεράνω των νόμων πολιτική οικογενειοκρατία (κάτι ξέρουμε κι εδώ, φυσικά).
Θέση ουσιαστική σ’ αυτή τη μελέτη, που ξεδιπλώνεται αργόσυρτα μεν αλλά με την ψυχραιμία και τις αποστάσεις που της αρμόζουν, δεν έχει η τραγωδία της Μέρι Τζο -εξάλλου ο χαρακτήρας της αναλύεται ελάχιστα. Θέση όμως δεν έχει ούτε ο ψυχολογισμός του Τεντ Κένετι. Το κόμπλεξ κατωτερότητας, το άγχος να συναγωνιστεί τη σπουδαιότητα των αδελφών του, η εξάρτησή του από τον νομικό πρωτοξάδελφο που πάντα τον κάλυπτε, η σχέση φόβου και φθόνου με τον δυνάστη πατέρα του, παρότι εκπέμπονται γλαφυρά στο φιλμ, χάρη και στην καλοσταθμισμένη ερμηνεία του Τζέισον Κλαρκ, δε συνιστούν παρά εργαλείο τεκμηρίωσης μιας παραδοχής που επιμένει πως είναι το νομικό πρόσωπο των εξουσιαστών μας που μας αφορά, κι όχι το ιδιωτικό, όσο ευάλωτο ή γοητευτικό κι αν φαντάζει.
Παριστάνοντας τον ειλικρινή, για να μη χάσει ψηφοφόρους, ο Τεντ δήλωσε αργότερα ένοχος αμελείας. Και καταδικάστηκε σε δύο μήνες φυλάκιση με αναστολή και έναν χρόνο δικαστική επιτήρηση! Ορίστε, περάστε. Μπορεί να έχασε την προεδρία από τον Νίξον, αλλά ίσως και να την κέρδιζε, ανεξαρτήτως του (μίνι, τελικά) σκανδάλου. Και λοιπόν; Τι ίδιο δε θα ήταν, σ’ ένα σύστημα που δεν έπαψε να ανανεώνει στις ηγεσίες του ανθρωποκτόνους όχι απλά εξ αμελείας, αλλά και συχνότερα εκ προθέσεως;