Δεν υπάρχει τίποτα από τη θρυλική όπερα του Ζορζ Μπιζέ στη διασκευή της «Κάρμεν» από τον Μπενζαμέν Μιλπιέ - διάσημο χορογράφο και γνωστό στον κινηματογράφο από τη δουλειά του στον «Μαύρο Κύκνο» του Ντάρεν Αρονόφσκι και το γάμο του με την Νάταλι Πόρτμαν. Σχεδόν δεν υπάρχει ούτε η ίδια η Κάρμεν, ηρωίδα παροξυσμική, ανεξάρτητη και επαναστατική που στο ρόλο μιας femme fatale δημιουργεί ρήγμα στο δίπολο αρσενικό-θηλυκό με μια κοσμογονικού πάθους ερωτική ιστορία, που πρώτος έγραψε ο Προσπέρ Μεριμέ το 1845 και στη συνέχεια την τραγούδησε ο κόσμος όλος ως μια από τις πιο «ποπ» όπερες του 19ου αιώνα.
Δεν υπάρχει σίγουρα το λιμπρέτο, η μουσική (με τις πιο γνωστές άριες στην ιστορία της όπερας), το σκηνικό, δηλαδή η Σεβίλλη. Εδώ ο τόπος είναι η συνοριακή γραμμή ανάμεσα στις Η.Π.Α. και το Μεξικό, ο Δον Χοσέ είναι ένα πεζοναύτης που μόλις γύρισε από το Αφγανιστάν και η Κάρμεν είναι τσιγγάνα αλλά από το Μεξικό που προσπαθεί να επιβιώσει. Τους συναντάμε στην πιο κρίσιμη στιγμή της σύγχρονης ζωής τους: όταν αυτός αποφασίζει να επιστρέψει στην ενεργό δράση κάνοντας περιπολίες στα σύνορα και αυτή, μετά το θάνατο της μητέρας της ξεκινάει για ένα ταξίδι στο Λος Άντζελες προκειμένου να βρει τη Μασίλντα, μια γυναίκα που θα τη βοηθήσει στη ζωή.
Οταν θα καταλήξουν φυγάδες από ένα γύρισμα της τύχης, η Κάρμεν και ο Εϊνταν θα ζήσουν κυνηγημένοι σε μια έρημο στοιχειωμένη από πτώματα μεταναστών και εμπόρων ναρκωτικών αλλά και από αποκυήματα της φαντασίας, δεισιδαιμονίες και δολοφονικά βήματα φλαμένκο σε μια μείξη μαγικού (και) ρεαλισμού, μια (στο χαρτί) τολμηρή σύνθεση αισθητικοποίησης του δράματος και του δράματος του ίδιου που περιγράφει, χωρίς να δικαιώνει ωστόσο τις φιλοδοξίες του σκηνοθετικού ντεμπούτο του Μιλπιέ.
Είναι ολοφάνερο πως και αυτή η Κάρμεν χτίζει την τραγικότητα της και χτίζεται πάνω στη μορφή μιας όπερας, εδώ με τη μουσική του Νικόλας Μπριτέλ που υπογραμμίζει και σχολιάζει συνεχώς τη δράση, πνίγοντας κυριολεκτικά όλες τις ανάσες που θα ελευθέρωναν μια ιστορία που το νιώθεις ότι θέλει να ειπωθεί με κάθε τρόπο: και με τραγούδια (φολκ, παραδοσιακά…) χωρίς να είναι μιούζικαλ και με χορό, στις μοναδικές σκηνές που σπάνε την αφήγηση και που θαυμάζεις το ταλέντο και την ικανότητα του Μιλπιέ, χωρίς ωστόσο να μπορείς να παραβλέψεις και την πλήρη αδυναμία του να ενσωματώσει τον υπερβολικά φωτογενή χορογραφημένο κόσμο του μέσα σε μια στιβαρή, ενδιαφέρουσα κινηματογραφική αφήγηση.
Μπορεί το βλέμμα του Πολ Μεσκάλ να μεταφέρει όλη τη θλίψη μιας γενιάς χαμένης στη συνοριακή γραμμή με την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την Μελίσα Μπαρέρα που στον ρόλο της Κάρμεν φέρει ως μοναδικό της όπλο τη φυσική της ομορφιά, όχι όμως και μια ερμηνευτική αναζήτησή τέτοια που να τρυπήσει το μύθο και να αναδειχθεί σε μια σύγχρονη εκδοχή μιας γυναίκας που διεκδικεί τη ζωή, τον έρωτα και μια πατρίδα για να ανήκει. Μαζί φτιάχνουν ένα ζευγάρι που ξεχειλίζει από ομορφιά και απελπισία, αλλά παραμένουν δύο μοντέλα σε ένα (σαν) editorial μόδας που απλά ξεφυλλίζεις, ξεχνώντας την προηγούμενη εικόνα μόλις εμφανιστεί η επόμενη.
Φωτογραφημένο τόσο όμορφα που καταλήγει καλλιγραφία από τον Γιοργκ Γουίντμερ, συνεργάτη του Τέρενς Μάλικ και φωτογράφου στο «Μια Κρυφή Ζωή», στη διαπασών ηχητικά και με περίτεχνες κάμερες που ξεγελούν το βλέμμα για κάτι πιο σημαντικό από ό,τι διαδραματίζεται, το φιλμ του Μιλπιέ είναι μάλλον ένα υβρίδιο που δεν βρίσκει αναφορές στον μπαρόκ κόσμο του Μπαζ Λούρμαν (και ειδικότερα στο «Romeo + Juliet»), ούτε (κατά διάνοια) στην υπέροχη και (εκείνη κι αν ήταν) ριζοσπαστική «Κάρμεν Τζοόυνς» του Οτο Πρέμινγκερ, αλλά μάλλον περισσότερο στην υπέρμετρη αλαζονία του δημιουργού του και σε μια αισθητική που όχι σπάνια ο σύγχρονος θεατής μπερδεύει με το πραγματικά «ωραίο».