Καθώς κινδυνεύει να χάσει την επιχείρησή του λόγω ρευστότητας και αναζητώντας έναν τρόπο να βγάλει γρήγορα χρήματα ώστε να μπορέσει να σώσει τόσο τη δουλειά του όσο και την αξιοπρέπειά του, ο Αντουάν, ένας επιχειρηματίας, καταστρώνει ένα σχέδιο για την κλοπή των φορολογικών κονδυλίων που διανέμει η γαλλική κυβέρνηση, στο πλαίσιο μιας αναδυόμενης αγοράς γύρω από το εμπόριο δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων CO2. Ένα σχέδιο που εξελίσσεται στη ληστεία του αιώνα και χαρακτηρίζεται από διαφθορά, προδοσία και δολοφονίες.
Ισως το μοναδικό ενδιαφέρον πράγμα που ανακαλύπτει κάποιος στην νέα ταινία του Ολιβιέ Μαρσάλ, είναι το γεγονός πως ο ίδιος ο σκηνοθέτης ήταν αστυνομικός πριν αποφασίσει να τα παρατήσει και να μπει δυναμικά στον χώρο του κινηματογράφου, σκηνοθετώντας, γράφοντας και πρωταγωνιστώντας σε διάφορες ταινίες. Πράγμα που φυσικά δεν σημαίνει εκ των πραγμάτων πως αυτό τον κάνει αυτόματα... ταλαντούχο για να σκηνοθετήσει μια αστυνομική ταινία.
Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, τα πάντα στην ταινία του Μαρσάλ φαίνεται να λειτουργούν άκρως διεκπεραιωτικά. Από την αρχή μέχρι και το τέλος, το σενάριο μοιάζει να έχει μπει σε έναν αυτόματο πιλότο, καθώς ο Μαρσάλ προσπαθεί να τσεκάρει όσο το δυνατόν περισσότερα κουτάκια μπορεί στα κλισέ του είδους αυτών των ταινιών. Κι εδώ το χρήμα κινεί τα πάντα, οι μηχανορραφίες δίνουν και παίρνουν, η βία είναι διάχυτη και οι άνθρωποι του υπόκοσμου μιλάνε με βαριά φωνή και είναι ψυχροί και ανελέητοι. Κι όλα αυτά μέσα σε μια νέο-νουάρ ατμόσφαιρα, πνιγμένη στους καπνούς από πούρα, στα ναρκωτικά και τα ποτά.
Δεν ζήτησε προφανώς κανείς από τον Μαρσάλ να εφεύρει ξανά τον τροχό για τις ταινίες του είδους, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί και το γεγονός πως η σκηνοθεσία του παραμένει μέχρι και το τέλος άνευρη, ενώ η ένταση και το σασπένς μοιάζουν να έχουν κολλήσει σε ένα τόνο πολύ πιο κάτω από το σημείο που μπορεί να κρατηθεί στοιχειωδώς το ενδιαφέρον του θεατή. Στον ίδιο τόνο που ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ δεν δείχνει να νοιάζεται για την υπερβολή με την οποία παίζει έναν κλισέ πλούσιο πεθερό και ο Μπενουά Μαζιμέλ κάνει ό,τι μπορεί για να δώσει χρώμα στον «σε ασπρόμαυρο φόντο» χαρακτήρα ενός ανθρώπου που χάνει ξαφνικά τα πάντα από τα χέρια του μόνο για να τα ξαναβρεί μέσω της μεγάλης κομπίνας που στήνει.
Κάπου βαθιά, κάτω από όλα αυτά τα κλισέ και την βαρετή υπόθεση, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Μια ιστορία όμως που δεν αναδεικνύεται ποτέ ώστε να κάνει την ταινία του Μάρσαλ κάτι περισσότερο από την ταινία ενός πρώην αστυνομικού που πίστεψε πως το νουάρ είναι θέμα... προϋπηρεσίας.