Βαθιά μέσα στο δάσος, ένας πατέρας μεγαλώνει τα 6 παιδιά του με ένα αυστηρό πρόγραμμα εκπαίδευσης, θέλοντας να τους δώσει την πιο αγνή παιδική ηλικία μακριά από την κοινωνία. Όταν αναγκαστούν να μπουν μαζί στον κόσμο, όλες του οι απόψεις για το τι πρέπει να είναι ένας γονιός θα αλλάξουν.
Στην εξαιρετική «Ακτή του Κουνουπιού» του Πίτερ Γουίαρ, ένας εντυπωσιακός Χάρισον Φορντ οδηγούσε την διστακτική οικογένειά του έξω από τον πολιτισμό σε μια ταινία που είχε όλον τον ενθουσιασμό, την αγωνία, την ένταση, το βάθος, το σκοτάδι, τον τρόμο την ουσία που λείπει από το «Captain Fantastic» μια δραμεντί τόσο επιφανειακή, προφανής και ψεύτικη που δεν σου αφήνει άλλη επιλογή από την απογοήτευση ή ακόμη χειρότερα την οργή.
Διότι η ταινία του Ματ Ρος, παίρνει κάτι που είναι στην ουσία ανατριχιαστικό –ένας παρανοϊκός πατέρας αφέντης που δημιουργεί μια δική του cult με τα παιδιά του- και προσπαθεί να το ντύσει με την χαριτωμένη παραξενιά ενός κινηματογραφικού είδους που μοιάζει να γεννήθηκε και να έγινε αυτομάτως κουραστικό με το «Little Miss Sunshine».
Οσο καλός ηθοποιός κι αν είναι ο Βίγκο Μόρτνενσεν δεν μπορεί να δικαιολογήσει τις πράξεις ενός ήρωα τόσο αυταρχικού, κακομαθημένου και στην ουσία προβληματικού όσο ο χαρακτήρας που υποδύεται εδώ και το φιλμ δεν του δίνει καν την δυνατότητα να το κάνει. Μπορεί η ιστορία να παίρνει σαφώς το μέρος του, όμως το ιδεολογικό υπόβαθρο του ήρωά της είναι τουλάχιστον σαθρό –οι απόψεις του είναι θεμελιωμένε στην άμμο μια ευφυΐας που καταντά πολύ γρήγορα εξυπανδίστικη- και η συναισθηματική παλέτα της ακροβατεί ανάμεσα στο αστείο και το συγκινητικό με την λεπτότητα τσεκουριού.
Οπως κι ο ήρωάς του έτσι κι ο Ματ Ρος θεωρεί ότι είναι πολύ εξυπνότερος από όλους του άλλους (συγκεκριμένα τους θεατές του) προσπαθώντας να παρουσιάσει έναν χαρακτήρα τόσο εγωκεντρικό που θεωρεί ότι διδάσκει τα παιδιά του να αμφισβητούν το σύστημα και κάθε μορφή εξουσίας, όταν αυτό που κάνει ο ίδιος είναι να δημιουργεί ένα δικό του σύστημα που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης.
Κι αν αυτό δεν είναι ήδη αρκετό για να αντιπαθήσεις βαθιά τον ήρωα και την ταινία που Ρος τότε θα είναι ο ενοχλητικός τρόπος που το φιλμ δοκιμάζει να χειραγωγήσει συναισθηματικά και ηθικά τον θεατή της μέσα από σκηνές που σε καθοδηγούν για το πως οφείλεις να νιώσεις, για το τι είναι «σωστό» και «λάθος», «θετικό» κι «αρνητικό». Η λεπτότητα ή η εμβάθυνση δεν βρίσκουν χώρο σε ένα φιλμ που χτίζεται πάνω σε τσιτάτα, εξυπνάδες και μια γκαρντατρόμπα που θέλει να κάνει κάθε χίπστερ της πόλης να ζηλέψει.
Η κριτική του πάνω στα κακώς κείμενα της κοινωνίας μας είναι τουλάχιστον επιφανειακή κι απλοϊκή και ο στόχος του δεν είναι τίποτα άλλο από μια «feelgood ζεστασιά» που προσπαθεί να κερδίσει με εντελώς λάθος τρόπο. Και με μια μια σειρά από φινάλε τα οποία είναι το ένα χειρότερο από το άλλο, εξωφρενικά μελό, ή αμήχανα «αστεια», σχεδόν χυδαία στον τρόπο που προσπαθούν να αρμέξουν την συγκίνηση και την ανάταση με κάθε φτηνό μέσο που μπορούν να χρησιμοποιήσουν.