Ο Δήμαρχος της πόλης, ένας ισχυρός και ανώτερος πάσης υποψίας άνδρας, αναθέτει σ' έναν πρώην αστυνομικό την παρακολούθηση της γυναίκας του την οποία υποπτεύεται για μοιχεία. Οταν όμως ο νεαρός συνειδητοποιεί την παγίδα κι ότι βρίσκεται μπλεγμένος σ' έναν ιστό διαπλοκής, για τον οποίο καλείται να πληρώσει τα σπασμένα, ξεκινά την εκδίκησή του. Θα γίνει ο χειρότερος εφιάλτης του Δημάρχου...
Οφείλει να ομολογήσει κανείς πως υπάρχει κατι γοητευτικό στην ταινία του Αλεν Χιουζ, που για πρώτη φορά εδώ σκηνοθετεί χωρίς τον αδερφό του Αλμπερτ, αφήνοντας για λίγο το δίδυμο που στο παρελθόν υπήρξε υπεύθυνο, ανάμεσα σε άλλα, για το «Dead Presidents» του 1995, το «From Hell» του 2001 και το «The Book of Eli» του 2010.
Ισως να είναι μια υπόγεια ελεγειακή διάθεση που διαπνέει ολόκληρο το φιλμ, ξεκινώντας από τη «συννεφιασμένη» φωτογραφία, τις περίτεχνες λήψεις, τα σκοτεινά μυστικά που σιγά σιγά αποκαλύπτονται. Για να καταλήξει τελικά σε μια αναφορά στο νουάρ, με φόντο μια άχρονη Νέα Υόρκη που καταδυναστεύεται από έναν διεφθαρμένο αλλά και παντοδύναμο δήμαρχο και έναν «τραυματισμένο» από τη ζωή και τις επιλογές του ήρωα που θα παγιδευτεί στα γρανάζια του συστήματος πριν αποφασίσει να γίνει ο ένας που θα αποδώσει δικαιοσύνη εναντίον όλων.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, τέσσερις ηθοποιοί με άκρως σοβαρά ερμηνευτικά διαπιστευτήρια, ο Μαρκ Γουόλμπεργκ, ο Ράσελ Κρόου, η Κάθριν Ζέτα Τζόουνς και ο Μπάρι Πέπερ, προσθέτουν στη γοητεία μιας ταινίας που – θα έχετε πειστεί ως τώρα – διαθέτει όλα τα υλικά για να μην είναι αυτό που τελικά είναι.
Ολοκληρωτικά πληγωμένο από την υπερβολική προσπάθεια του Χιουζ να πείσει πως μπορεί να ανέβει σκηνοθετική κλίμακα (και να μοιάσει ας πούμε σε έναν μικρό Σκορσέζε), το «Broken City» είναι υπερσκηνοθετημένο τόσο που ένας απλός, καθαρός και καλογραμμένος διάλογος ανάμεσα στον Ράσελ Κρόου και τον Μαρκ Γουόλμπεργκ δεν ακούγεται, όταν η κάμερα περιστρέφεται γύρω τους σε επαναλαμβανόμενες 360 μοίρες ή τόσο που μια εξαίσια σκηνή ανάμεσα στην Κάθριν Ζέτα Τζόουνς και τον Γουόλμπεργκ καταλήγει να μοιάζει με παρωδία νουάρ, όταν ο Χιουζ δεν ξέρει ακριβώς που να στρέψει το χωρίς κανένα focus βλέμμα του.
Η αλήθεια είναι ότι δεν βοηθάει ούτε το τελείως πρώτης ανάγνωσης σενάριο που υπογραμμίζει σχεδόν με κόκκινο στυλό τις σκηνές που πρέπει να προσέξει ο θεατής, σε μια θεώρηση του καλού και του κακού που δεν έχει γκρίζες γραμμές (ο Ράσελ Κρόου είναι ένα τέρας, ο Μπάρι Πέπερ είναι καλός, η Κάθριν Ζέτα Τζόουνς θύμα, ο Μαρκ Γουόλμπεργκ δίκαιος) και που ακυρώνοντας κάθε έννοια του «υποννοώ» εννοεί κυριολεκτικά όλα όσα λέει ξανά και ξανά, μπας και ο θεατής έχει βγει από την αίθουσα για τσιγάρο και χάσει το μήνυμα.
Ναι, στο «Broken City» θα βρείτε μια εξαιρετική ερμηνεία από τον Μπάρι Πέπερ (που όμως μοιάζει να παίζει σε μια άλλη ταινία – διασκευή ενός σαιξπηρικού έργου πάνω στην απώλεια, την προδοσία και την αγνότητα της πολιτικής), έναν όπως πάντα συμπαθητικό Μαρκ Γουόλμπεργκ, μια αναξιοποίητη femme fatale στο πρόσωπο της Κάθριν Ζέτα Τζόουνς και έναν από υπέροχο μέχρι καρτουνίστικο (με την κακή έννοια) Ράσελ Κρόου. Και θα βρείτε και ένα δεύτερο μέρος που μοιάζει έστω και για λίγο να σε παρασύρει από την αδιαφορία που σε προκαλεί με κάθε τρόπο να νιώσεις το πρώτο φλύαρο μέρος.
Αυτό που δεν θα βρείτε σίγουρα είναι ένα σύνολο που να δικαιολογεί τόση φασαρία, ένα τέτοιο καστ και μια τόση προσπάθεια για κάτι πραγματικά διαφορετικό από ένα αστυνομικό του σωρού. Στο πακέτο μιας ταινίας αντιστρόφως ανάλογα συντηρητικής απ’ όσο προσπαθεί να μην είναι, προορισμένη για θεατές που αναζητούν ένα με εύκολα κόλπα περίτεχνο παιχνίδι – κριτική πάνω σε μια παρηκμασμένη κοινωνία και η οποία τελειώνει ακριβώς όπως ξεκινά. Αφήνοντας μια αμυδρή γοητεία γι’ αυτό που θα μπορούσε να ήταν.