Ο Γιανί, ο Ερίκ, ο Νασέρ και ο Φρανκ είναι η πιο αποτελεσματική ομάδα ληστών σε ολόκληρη την περιφέρεια του Παρισιού. Ανάμεσα σε κάθε χτύπημα, ο καθένας από αυτούς προσπαθεί να διαχειριστεί την οικογενειακή του ζωή, ακροβατώντας μεταξύ παράνοιας, απομόνωσης και ανησυχίας των συγγενών τους. Oλα αυτά, μέχρι τη στιγμή που ο αδερφός του Γιανί, ο Αμίν, θα κάνει ένα μεγάλο λάθος, που θα αναγκάσει την ομάδα να βρεθεί υπό την δούλεψη των «βαρόνων» ναρκωτικών της πόλης. Πλέον, η ομάδα δεν έχει να φέρει εις πέρας τις ληστείες τεθωρακισμένων στις οποίες πρωτοστατούσε στο παρελθόν, αλλά την αστραπιαία μεταφορά τόνων ηρωίνης. Σύντομα, ληστές και έμποροι ναρκωτικών θα βρεθούν αντιμέτωποι…
Aπό την πρώτη σκηνή του φιλμ όταν η ομάδα των ηρώων δοκιμάζει ένα χτύπημα εναντίον ενός θωρακισμένου αυτοκίνητου, σε ένα δάσος, είναι σαφές ότι ο Ζιλιέν Λεκλέρκ ξέρει καλά τι και γιατί το κάνει με την κάμερα, το μοντάζ και τον ρυθμό της ταινίας του. Δομημένη πάνω σε τρία μεγάλα χτυπήματα, σκηνές όπου τον λόγο έχουν τα όπλα, τα αυτοκίνητα και τα εκρηκτικά, η ταινία ξέρει πολύ καλά που βρίσκεται η δυναμή της και δεν απογοητεύει όταν η δράση έρχεται στο προσκήνιο.
Την ίδια στιγμή όμως το φιλμ θέλει να είναι και μια ιστορία για την «οικογένεια» και τους δεσμούς της, είτε αυτή είναι η πραγματική οικογένεια των ηρώων, είτε η «οικογένεια» που έχουν χτίσει μέσα από το έγκλημα, σε μια δεύτερη διαδρομή της ιστορίας που βρίσκεται πιο κοντά στο μελόδραμα παρά σε μια ταινία δράσης.
Μπορεί οι δυο συτές αφηγηματικές πορείες και θεματικές να μην δένουν ποτέ σε ένα απόλυτα ικανοποιητικό σύνολο, με την έννοια ότι ακόμη κι αν μαθαίνουμε - μερικές φορές ελλειπτικά άλλες πιο δραματικά - τις ιστορίες και το παρελθόν των πρωταγωνιστών, ακόμη κι αν οι ηθοποιοί προσπαθούν να αποδώσουν με τον καλύτερο τρόπο κάτι πιο βαθύ, το φιλμ δεν βρίσκει το αληθινό του ενδιαφέρον παρά μόνο όταν η ένταση ανεβαίνει και τα όπλα βγαίνουν από τις θήκες τους.
Κάτι που προφανώς δεν είναι απαραίτητα κακό, απλά θα ήταν ακόμη καλύτερα, αν κανείς δεν προσπαθούσε να προσποιηθεί το αντίθετο.