Τον Ιούλιο του 2016, η Γκρέτσεν Κάρλσον, διάσημη παρουσιάστρια πρωινής ενημερωτικής των Fox News, έκανε μήνυση στον διευθυντή του καναλιού Ρότζερ Εϊλς για σεξουαλική παρενόχληση. Ο Εϊλς υπήρξε για χρόνια ένας πανίσχυρος άντρας των media και της πολιτικής. Γεννημένος το 1940, ξεκίνησε ως σύμβουλος στο επιτελείο του Ρίτσαρντ Νίξον, δούλεψε στην νικητήρια εκλογική καμπάνια του Ρόναλντ Ρέιγκαν, ήταν εκείνος που συμβούλεψε τον Τζορτζ Μπους να απαντήσει ανελέητα στην επίθεση της 9/11 για να κερδίσει την κοινή γνώμη, και, ειρωνικά, όταν εκδιώχθηκε από το Fox ήταν ο αόρατος άνθρωπος που έδωσε την τελευταία ώθηση στον Ντόναλντ Τραμπ προς την κατάκητηση της Προεδρίας. Aπό το 1996 ήταν ο ιδρυτής και διευθυντής (μετά από επιλογή του Ρούπερτ Μέρντοκ, φυσικά) των Fox News και της συντηρητικής τους κατεύθυνσης. Επί 20 χρόνια ήταν η φιγούρα πίσω από κάθε επίθεση σε δημοκρατικό υποψήφιο, εκείνος που έστησε την "δείξε μας το πιστοποιητικό γεννήσεώς σου" δυσφήμιση του Μπαράκ Ομπάμα και πολλών άλλων. Στα γραφεία και τους διαδρόμους των καναλιού ήταν ο Θεός. Τον σεβόντουσαν και τον έτρεμαν.

Δεν αποτελεί spoiler όμως, ότι η Κάρλσον κατάφερε να κερδίσει την αγωγή και να αναγκάσει τον Μέρντοκ να απαιτήσει την εξευτελιστική «παραίτηση» του Εϊλς και να εκδώσει επίσημη απολογία του καναλιού στο πρόσωπό της (κάτι αδιανόητο για την εποχή). Πώς όμως έγινε αυτό σε μία προ #metoo περίοδο; Πόσο απλό ήταν; Πώς οι γυναίκες του καναλιού συσπειρώθηκαν (η τελική μήνυση περιλάμβανε 20 ονόματα από όσες τόλμησαν να βγουν μπροστά, αλλά λέγεται ότι υπήρχαν πολλές περισσότερες) και εισακούστηκαν μετά από χρόνια καταγγελιών που χανόντουσαν στους διαδρόμους της Fox; Γιατί μίλησε, στηρίζοντας την Κάρλσον, η πιο διάσημη από όλες: η σιδηρά κυρία των ειδήσεων, Μέγκαν Κέλι.

Ως κινηματογραφική δραματοποίηση των γεγονότων αυτών το «Bombshell» είναι επιτυχημένο, επιδραστικό, ψυχαγωγικό σινεμά. Με τον Τζέι Ρόουτς στη σκηνοθεσία, ο οποίος ξεκίνησε από φαρσοκωμωδίες («Austin Rowers», «Γαμπρός της Συμφοράς»), αλλά τα τελευταία χρόνια επιδόθηκε σε βραβευμένες πολιτικές ταινίες για το ΗΒΟ («Recount», «Game Change») και τον Τσαρλς Ράντολφ στο σενάριο («Το Μεγάλο Σορτάρισμα»), η ταινία είναι γρήγορη, έξυπνη, δεξιοτεχνική, πικρή - με στακάτο ρυθμό και σασπένς. Ο Ρόουτς συνδυάζει αρχειακό υλικό και μπλέκει την ειδησιογραφική αφήγηση των γεγονότων με την κοινωνική παρατήρηση και την ευρύτερη παρουσίαση της κουλτούρας του καναλιού (τις υποχρεωτικές μίνι φούστες, τα μοντάζ με τους άντρες να επιδίδονται on air σε σεξιστικά «αστειάκια» που γουστάρει ο μέσος άντρας θεατής και τις γυναίκες να γελάνε ξεκαρδισμένες κι αμήχανες) με τις φιξιόν πινελιές του Ράντολφ (ο σεναριογράφος κατασκεύασε την ηρωίδα της Μάργκο Ρόμπι, αλλά και της Κέιτ ΜακΚίνον, για να συμπεριλάβει τις διάφορες εμπειρίες πολλών γυναικών της Fox) σε ένα αποτέλεσμα που οδηγεί σε γλυκόπικρη κάθαρση. Μία καθησυχαστική ευφορία: οι γυναίκες νίκησαν, έριξαν το βασιλιά από το θρόνο.

Ισως βέβαια η Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ (το κοινό του Fox) μία τέτοια ταινία χρειάζεται - τόσο γραμμική, «αποκαλυπτική», διδακτική. Ενα ευρύτερο κοινό όμως μπορεί να ήθελε κάτι πιο τολμηρό, κάτι που θα χώσει το μανικιούρ του λίγο πιο βαθιά στην πληγή της θεματολογίας. Κανείς δεν νίκησε τίποτα - ο βοηθός του Εϊλς (ένα ισάξιο καθίκι) ανέλαβε τη δεύθυνση, η «γυναικεία στολή» των παρουσιαστριών συνεχίζει να είναι η μίνι φούστα, και δύο μήνες μετά, το Fox στήριξε και βοήθησε στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ - του απόλυτου συμβόλου ενός χυδαίου, φαλλοκρατικού συστήματος. Πάνω από όλα, οι γυναίκες που πρωταγωνίστησαν σε αυτή την ιστορία είναι όλες άνεργες. Η Γκρέτσεν Κάρλσον δεν ξαναβρήκε δουλειά on camera και η Μέγκαν Κέλι έκανε μία πολύκροτη μεταγραφή, αλλά στο πρώτο της στραβοπάτημα, απολύθηκε. Να αφήναμε λοιπόν μερικές ερωτήσεις σε αυτόν τον κινηματογραφικό διάλογο (που θα ενέπνεαν και τον πραγματικό): Πόσο ένας (έστω και πανίσχυρος) άντρας δεν είναι το σύστημα, αλλά σύμπτωμά του; Οπότε κι ένα κεφάλι να κόψεις, πόσο εκείνο ξέρει να συντηρείται (και να μη συγχωρεί);

Αυτή λοιπόν η σφαιρική, λίγο πιο σύνθετη ματιά που απουσιάζει κρατάει το «Bombshell» στα επίπεδα μίας καλής ταινίας, κι όχι μίας άριστης ταινίας. Αυτό όμως που το απογειώνει είναι, αναμφσβήτητα, οι ερμηνείες των ηθοποιών του. Με πρώτη και καλύτερη την Σαρλίζ Θερόν. Το μεγαλύτερο επίτευγμά της είναι ότι... δεν υπάρχει η Σαρλίζ Θερόν. Η οσκαρική πρωταγωνίστρια δεν μεταμορφώνεται απλώς (κάτω από έξυπνο προσθετικό μακιγιάζ), εξαφανίζεται. Πετυχαίνει το στήσιμο του κορμιού, την αλαζονεία, τη δύσκολη μπάσα φωνή της Κέλι. Την μοναξιά και την απομόνωση της επιτυχημένης media woman. Η Θερόν υπηρετεί υπέροχα ένα κομμάτι της #metoo εμπειρίας που δυσκολεύει ιδιαίτερα τις δυναμικές γυναίκες: ο σεξισμός δεν κάνει διακρίσεις. Μπορεί να είσαι σκληρή, αγωνίστρια, επιτυχημένη και να δέχεσαι κι εσύ, καθημερινά, τις επιθέσεις του. Να έχεις συνηθίσει κι εσύ τα σχόλια και το χιουμοράκι για το μπούστο σου. Ή, να βρεθείς κι εσύ πίσω από κλειστές πόρτες κι απέναντι στην απειλή του. Αν το παραδεχθείς, δεν σε κάνει θύμα. Το δυσκολότερο όμως που πετυχαίνει η Θερόν είναι να τα συνδυάσει όλα αυτά, αλλά να διατηρήσει το πόσο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα είναι η Κέλι. Δεν της χαρίζεται. Τη δείχνει δίκαια, τρισδιάστατα, ανθρώπινα, αλλά όχι «συμπαθητικά». Η Μέγκαν Κέλι δεν είναι «ηρωίδα», είναι μία φιλόδοξη, χειραγωγική, αχώνευτη anchor woman, η οποία όμως είχε δίκιο. Κι, όταν έπρεπε, έκανε το σωστό.

Συμπληρωματικά, η Νικόλ Κίντμαν δεν εμφανίζεται ως ο αγέρωχος κύκνος που είναι, αλλά συρρικνώνεται. Καταφέρνει να δείξει πόσο «μικρή» μπορεί να σε κάνει να νιώσεις και να δείχνεις, η πατριαρχία. Η Κίντμαν πειθαρχεί το νατουραλιστικό εκτόπισμά της, χαμηλώνει τους τόνους, γίνεται αόρατη. Ολη της η ενέργεια είναι ο θυμός στο θιγμένο βλέμμα της. Μία γερασμένη, πρώην Barbie, που εγκλωβίστηκε, πνίγηκε και τώρα θύμωσε. Θύμωσε πολύ.

Η αποκάλυψη όμως, για άλλη μία φορά, είναι η Μάργκο Ρόμπι. Αυτό το εξωτικά όμορφο πλάσμα που είτε έχει δύο γραμμές διαλόγου, είτε όλο το σενάριο πάνω της, καταφέρνει να σπάσει το σχήμα των ηρωίδων της και να βγάλει κάτι ουσιαστικό, ικανό, συγκλονιστικό. Εδώ εκπροσωπεύει όλες τις νέες γυναίκες που μπαίνουν φιλόδοξα σε μια δουλειά με όνειρα, εμπιστοσύνη και ενθουσιασμένα λαμπερά μάτια. Και σε μία μόνο στιγμή τα βλέπουν όλα να γκρεμίζονται κάτω από το υπέρτατο κλισέ (να γονατίσουν και... να γονατίσουν μπροστά στο αφεντικό) κι έχουν σκεφτεί «δεν μπορεί να μου συμβαίνει εμένα τώρα αυτό». Μία σκηνή της (με σημαία της μια φούστα), κι ο τρόπος που τη χειρίζεται, είναι και η καλύτερη της ταινίας. Πόσο σε δευτερόλεπτα καταφέρνει να αλλάξει τη θερμοκρασία του δωματίου. Κι αυτά τα λαμπερά μάτια να σκοτεινιάσουν, να γκρεμιστούν από την αφέλειά τους και να στείλουν την τρομαγμένη τους ένταση μέχρι το κάθισμά μας.

Δόξα και τιμή επίσης στον Τζον Λίθγκοου που φορτώνεται τον, κυριολεκτικό και συμβολικό, όγκο του Εϊλς και τον απογυμνώνει χωρίς να τον μειώνει σε καρικατούρα, αλλά και στους μικρότερους κομβικούς ρόλους της ταινίας (από τον Μαρκ Nτουπλάς, μέχρι την Αλισον Τζένι) που είναι όλοι προσεγμένοι στην λεπτομέρειά τους.

Ναι, η κινηματογραφική μεταφορά ενός τέτοιου σκανδάλου θα μπορούσε να σκάσει ως μεγαλύτερη «βόμβα» στην συλλογική μας συνείδηση. Ομως, αυτές οι άξιες ερμηνείες έχουν την ωστική δύναμη να σε στείλουν στην αίθουσα και να μην το μετανιώσεις.