Εχουν περάσει τριάντα πέντε χρόνια απ' όταν το «Μπλε Βελούδο» έκανε πρεμιέρα στις αίθουσες της Αμερικής: ένα παιχνίδι αντιθέσεων τότε, μια αφορμή σήμερα για να νιώσει κανείς την ευτυχία της επιστροφής.

Αυτή είναι η ιστορία του Τζέφρι. Οταν ο μπαμπάς του τραυματίζεται σοβαρά σ' ένα freak accident στον κήπο του σπιτιού τους, στη μικρή, αθώα, γεμάτη άσπρους φράχτες και τριανταφυλλιές αμερικανική πόλη, επιστρέφοντας από το νοσοκομείο όπου τον έχει επισκεφθεί, ο Τζέφρι θ' ανακαλύψει, σ' ένα χωράφι, ένα κομμένο ανθρώπινο αυτί. Θα το πάει, όπως πρέπει, στον αστυνομικό της πόλης, θα ερωτευτεί την ξανθιά κόρη του, Σάντι και θα μπει στον πειρασμό ν' ακολουθήσει το μυστήριο του κομμένου αυτιού σε μονοπάτια εξαιρετικά σκοτεινά.

Ο Τζέφρι θα γνωρίσει τη μελαγχολική τραγουδίστρια Ντόροθι Βάλενς, την οποία εκβιάζει ο σαδιστής κακοποιός Φρανκ Μπουθ, προκειμένου να του παρέχει ό,τι σεξουαλική φαντασίωση θελήσει. Σ' ένα σύμπαν από σκούρο μπλε βελούδο, από υπόγεια και υπόκοσμο, από μάσκες οξυγόνου και σγουρές περούκες, ο Τζέφρι θα πρέπει να διαλέξει αν θα μείνει στην επιφάνεια της αθωότητας ή αν θα βουτήξει στο δικό του σκοτάδι. Κι αν δεν διάλεγε το δεύτερο, αυτή δεν θα ήταν μια ταινια του Ντέιβιντ Λιντς.

Με τη φόρμα του θρίλερ και, μαζί, της ιστορίας ενηλικίωσης, το «Μπλε Βελούδο» φέρνει στο φως τη σύγκρουση δυο κόσμων που και οι δύο συνυπάρχουν μέσα στον Τζέφρι. Αυτή είναι η κοινωνία των ονείρων του Λιντς και ο εφιάλτης της σήψης τους. Με ήρωες που όλοι θέλουν τη μαμά τους, είτε για να την αγκαλιάσουν είτε για να τη γ......ν. Μ' ένα χιούμορ, αυτό το γνώριμο ναΐφ του Λιντς, που υπονομεύει εκπληκτικά την υποτιθέμενη αθωότητα, λερώνοντας τα πεντακάθαρα παστέλ χρώματά της. Αυτά που κάνουν αντίθεση με τα πρωτογενή μπλε και κόκκινα της «άλλης» πλευράς. Αυτά που μαζί, ροζ και μπλε, λευκό και μαύρο, συνθέτουν τη «γυναίκα», τη Σάντι και την Ντόροθι, σε μια πλήρη ύπαρξη.

Γιατί όση «ασχήμια» κι αν αφηγείται η ιστορία του «Μπλε Βελούδου», μια ιστορία βίας, πόνου, εκβιασμού κι απώλειας, τόσο δεν μπορείς να τραβήξεις τα μάτια σου από την ομορφιά της ταινίας. Από την αφηγηματική φωτογραφία του Φρέντερικ Ελμς που απομακρύνεται από το θρύλο του «Dune» (β' φωτογράφος εκεί) και θεμελιώνει τον θρύλο της αισθητικής του Ντέιβιντ Λιντς, στη μουσική του Μπανταλαμέντι με τζαζ αποχρώσεις, στο φαντασιακό πέπλο που ντύνει, χαρακτηριστικά, την πιο ρεαλιστική εικόνα της σύγχρονης, τότε και τώρα, Αμερικής.

Οπως ένας κοκκινολαίμης, που μοιάζει μηχανικός, σαν ένα όμορφο παιχνίδι, κρατά στο στόμα του ένα σκαθάρι, έτσι κι η ταινία επιβάλλει το δικό της παιχνίδι: η πιο εμβληματικά ακραία, ως την εποχή της, ταινία του Λιντς, βγήκε στα σινεμά ως mainstream θρίλερ, περιπαίζοντας κοινό, κριτικούς και τον εαυτό της. It's a strange world, όταν, τριανταπέντε χρόνια αργότερα τίποτα δεν έχει αλλάξει, αλλά κι η ταινία τίποτα δεν έχει χάσει από τη ρηξικέλευθη αισθητική της και τον κυνικό ρομαντισμό της. Οξύμωρο, ναι, ειδικά όταν το σκέφτεσαι ακούγοντας το In Dreams του Ρόι Ορμπισον.