Είναι ένα περίεργο συναίσθημα. Να ελπίζεις πως κάθε φορά που βλέπεις μια ταινία με πρωταγωνιστή τον Βιν Ντίζελ - που να μην είναι κάποιο από τα «Fast & the Furious» - αυτή θα καταφέρει να είναι τουλάχιστον διασκεδαστική και, μέχρι το τέλος, να βρίσκει πάντα τον τρόπο να σε απογοητεύσει. Αυτό ακριβώς συμβαίνει κι εδώ με μια ταινία η οποία, παρά τις όποιες καλές προθέσεις της, γρήγορα βυθίζεται στο χάος μιας βαρετά στιλιζαρισμένης δράσης, μπουκωμένης από κακόγουστα εφέ.
Βασισμένη στην ομότιτλη σειρά κόμικς της Valiant από τη δεκαετία του ‘90, το «Bloodshot» στην ουσία αποτελεί το origin story ενός στρατιώτη ο οποίος σκοτώνεται, μαζί με την γυναίκα του από έναν ψυχοπαθή, και ανασταίνεται σε ένα μυστικό εργαστήριο ως γενετικά βελτιωμένος υπερστρατιώτης, με όλα τα παρελκόμενα υπέρ, όπως δύναμη, ταχύτητα και νανορομπότ τα οποία γιατρεύουν αμέσως τα τραύματά του, όσο σοβαρά κι αν είναι αυτά – σκεφτείτε κάτι σαν τον Wolverine αλλά στο πολύ πιο αδιάφορο και κλισέ του.
Και μιας και μιλάμε για κλισέ, ο δημιουργός ειδικών εφέ - και εδώ στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στο σινεμά - Ντέιβιντ Γουίλσον, δανείζεται ό,τι μπορεί από ταινίες του είδους, όπως ταινίες με τον Ζαν-Κλοντ Βαν Νταμ των '90s, πιστεύοντας πως με αυτόν τον τρόπο ίσως δίνει έναν κάποιον χαρακτήρα και τσαγανό στη δική του, όμως το μόνο που καταφέρνει είναι να την κάνει να δείχνει τόσο ξεπερασμένη λες και είχε ξεμείνει στο ράφι από μια περασμένη δεκαετία.
Θα μπορούσε μια τέτοια ταινία ίσως να είχε διασωθεί, εάν τουλάχιστον είχε σκηνές δράσης που κόβουν την ανάσα, γεμάτες ένταση και αδρεναλίνη, αλλά δυστυχώς τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει. Δεν προσφέρει κάτι νέο στο είδος, με τη δράση να δείχνει τόσο επιτηδευμένη που απλώς καταντά γελοία, με τα κλασικά γρήγορα κοψίματα, τις slow motion σκηνές και την χρήση υπερβολικών εφέ τα οποία αντικαθιστούν ακόμα και τους ηθοποιούς, κάνοντάς τη να δείχνει ακόμα πιο χάρτινη.
Ακόμα και όταν το σενάριο πετάει ίσως τη μοναδική έξυπνη ιδέα του και ανατροπή, σχεδόν από την αρχή της ταινίας, ο Γουίλσον δεν ξέρει πώς να το διαχειριστεί και το αφήνει να μένει μετέωρο ανάμεσα σε σκηνές που μοιάζουν να γεμίζουν το χρόνο μέχρι την επόμενη σκηνή δράσης. Ενα σενάριο που από εκείνη τη στιγμή και μετά μπαίνει σε αυτόματο πιλότο με την πλοκή να αποτελεί το τελευταίο πράγμα που σε ενδιαφέρει. Ισως από τις μόνες διασκεδαστικές στιγμές της είναι όταν μας παρουσιάζει τον κακό της υπόθεσης, ντυμένο με φουσκωτό μπουφάν, σορτς και σαγιονάρες με άσπρη κάλτσα, κάνοντας lip-synch και χορεύοντας στους ρυθμούς του «Psycho Killer» των Talking Heads (ένας Τόμπι Κέμπελ που διασκεδάζει κάθε λεπτό τη συγκεκριμένη σκηνή και φαίνεται).
Το «Bloodshot» χάνει την ευκαιρία να γίνει ακόμα ένα franchise ταινιών μέσα σε εκείνα τα αμέτρητα τα οποία βασίζονται σε κάποιο κόμικ. Μια ταινία που ούτε τα στιβαρά μπράτσα του Βιν Ντίζελ, του οποίου η ανεκφραστικότητα φτάνει εδώ σε άλλα επίπεδα, ξεπερνώντας ακόμα και εκείνα του Σιλβέστερ Σταλόνε, ούτε οι αναιμικές σκηνές δράσεις δεν βοηθούν να φτάσει, καν, στα στοιχειώδη επίπεδα ενός watchable blockbuster.