Το Black Box είναι η πειραματική σκηνή της Κρατικής Σχολής Χορού. Η ομάδα των χορευτών, παρά τα ελάχιστα μέσα και τις τεράστιες οικονομικές δυσκολίες της σχολής τους, συνεχίζει καθημερινά και πεισμωμένα να δημιουργεί: αγόρια και κορίτσια πειθαρχούν το κορμί τους, ζορίζουν τα όρια της εκφραστικότητάς τους, απελευθερώνουν ωμή τη φαντασία τους, δουλεύουν με συνέπεια και την τελευταία μικρή λεπτομέρεια των χειρονομιών τους. Μέσα από την διδασκαλία στην κίνηση και την έκφραση, μέσα από τον κόπο, τον ιδρώτα και τις ώρες που επενδύουν στην ομάδα δεν πλάθουν μόνο το σώμα ή το βιογραφικό τους. Μεγαλώνουν, ενηλικιώνονται, μαθαίνουν να λειτουργούν ως ένα κοινό κορμί, ή κόβουν τον ομφάλιο λώρο και στέκονται με αυτοπεποίθηση στις μύτες των γυμνών τους πελμάτων. Ο χορός είναι μόνο το μέσο. Ο χορός είναι η φωνή τους. Ο χορός είναι όλη τους η ζωή.
Ο Γεράσιμος Ρήγας, ο διακεκριμένος σκηνοθέτης του «Πάρβας: Αγονη Γραμμή» και του «100» στήνει την κάμερά του στην αίθουσα του «Black Box» την ώρα της πρόβας, στη σκηνή την ώρα της παράστασης, απέναντι στα talking-heads παιδιά την ώρα του break τους. Τα παλλόμενα σώματα, οι αυτοσχεδιασμοί των δασκάλων, οι ηλεκτρισμένες χορογραφίες εναλλάσσονται με συνεντεύξεις των νεαρών μαθητών που μιλούν για αυτό που αγαπούν, για όσα καλούνται να βρουν μέσα τους, να εκφράσουν, να αποδομήσουν, να ξορκίσουν - για τους φόβους, την έμπνευση, το ρίσκο, τα άλματα. Κυριολεκτικά και συμβολικά.
Ο θεατής θα βυθιστεί, με την καλύτερη διάθεση και την πιο έντονη περιέργεια, στο σύμπαν των εξπρεσιονιστικών πειραμάτων ως σύνολα έκφρασης. Θα χαμογελάσει με ζεστή συμπάθεια απέναντι στις άγουρες και τόσο γοητευτικές στη νιότη τους φυσιογνωμίες των χορευτών, που όταν μιλούν για αυτό που αγαπάνε φωτίζονται μ' ένα καθαρά δικό τους προβολέα. Μετά από λίγη ώρα όμως, και παρόλο που το ντοκιμαντέρ είναι μόνο 70 λεπτά, θα βαρεθεί.
Κι αυτό γιατί, παρόλο που είναι εμφανές πόσο ο σκηνοθέτης στέκεται με ενδιαφέρον και θαυμασμό απέναντι στο θέμα του, αδυνατεί να βρει τρόπους να το απογειώσει. Μετά από την τρίτη-τέταρτη χορογραφία, νιώθουμε ότι θα θέλαμε να πάρουμε αέρα, να δούμε τα δρώμενα με όγκο, διαστάσεις, ανάσες κι όχι με τον μαύρο τοίχο στο φόντο της αίθουσας να κλείνει το βλέμμα μας σ' ένα κυριολεκτικό black box και να εγκλωβίζει την κάμερα σε αδιέξοδα, επαναλαμβανόμενα μοτίβα καταγραφής. Κατανοούμε την πρακτική δυσκολία, αλλά δε θα έπρεπε να την έχουμε παρατηρήσει. Ο φακός θα έπρεπε να τρυπώνει, να είναι μέρος της κίνησης, να πάλλεται παράλληλα με τους άξονες των σωμάτων, να ακολουθεί σφαιρικά την ενέργεια της ομάδας. Καλούμαστε να συναισθανθούμε την ελευθερία του «χορεύω άρα εκφράζομαι», αλλά η κάμερα σε στιγμές μοιάζει καθηλωμένη στην γωνία του παρατηρητή.
Παράλληλα, η ισορροπία των συνεντεύξεων με την ίδια την χορευτική έκφραση χάνεται. Θα προτιμούσαμε λιγότερο λόγο και περισσότερο χορό. Μπορεί να μην καταλαβαίναμε ακριβώς τι διαπραγματεύεται μία χορογραφία, αλλά θα έπρεπε ο σκηνοθέτης να μας εμπιστευτεί ότι θα το νιώσουμε. Υπάρχει ένας ζωώδης λυρισμός στο χορό που έχει την ωστική δύναμη να αφηγηθεί τις δικές του ιστορίες. Τα παιδιά είναι συμπαθέστατα, αλλά όταν χορεύουν λένε όσα ακριβώς χρειαζόμαστε να ακούσουμε. Το σώμα ως σύμβολο, ως γλώσσα, είναι το αντικείμενο του ντοκιμαντέρ και αυτό θέλουμε να μας μιλήσει. Ολα τα υπόλοιπα αφαιρούν από την δύναμη της εικόνας, πάνε τον θεατή βήματα πίσω.