Η Κολίν και ο Αντρέ έχουν μια απόλυτα αρμονική σχέση με την κόρη τους Γκαράνς και τον γαμπρό τους, Αρόλντ. Οταν όμως η Γκαράνς χωρίζει με τον Αρόλντ, απαιτεί από τους γονείς της να μην τον ξαναδούν ποτέ. Τα πεθερικά δεν μπορούν να το δεχτούν αυτό: άλλωστε εκείνη τον άφησε, όχι αυτοί! Τώρα θα χρειαστεί να κάνουν διπλή ζωή, ώστε να συνεχίσουν να βλέπουν τον πολυαγαπημένο τους γαμπρούλη, κρύβοντάς τον από την κόρη τους, η οποία δεν έχει σκοπό να τους αφήσει σε ησυχία...

Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του πιο γνωστού ως σεναριογράφου Eκτορ Καμπέγιο Ρέγιες είναι μια από αυτές που μπορεί να να ξεφεύγουν λίγο από τις αδιάφορες και μπανάλ γαλλικές κωμωδίες που γεμίζουν τα θερινά κάθε καλοκαίρι, αλλά γρήγορα χάνει τον έλεγχο του χάους που έχει δημιουργήσει με αποτέλεσμα να πέφτει σε κλισέ για να το συμμαζέψει.

Με βάση την κλασική συνταγή της κωμωδίας παρεξηγήσεων (και με την κάθε μια από αυτές να μοιάζει ακόμα πιο υπερβολική από την προηγούμενη), ο Καμπέγιο Ρέγιες φτάνει στα άκρα προκειμένου να αξιοποιήσει τις καταστάσεις τις οποίες βιώνουν οι χαρακτήρες του με τέτοιον τρόπο ώστε να προσφέρουν, στην αρχή τουλάχιστον, αβίαστα άφθονο γέλιο - με ίσως μια από τις καλύτερες σκηνές να είναι αυτή του εστιατορίου. Καθώς περνάει η ώρα, όμως, σκηνοθέτης και φιλμ αρχίζουν να εξαντλούν την ευρηματικότητά τους, να δυσκολεύονται να κρατήσουν τα πάντα σε μια ροή και να σε πείσουν για ό,τι εξελίσσεται μπροστά στα, μερικές φορές, έκπληκτα μάτια σου, πλατειάζοντας τόσο σεναριακά όσο και ερμηνευτικά.

Ο Μπρούνο Μπεναμπάρ υπογράφει εδώ το σενάριο και πρωταγωνιστεί στον ρόλο του «άτυχου» γαμπρούλη, του οποίου όμως η αφελής χαριτωμενιά δεν καταφέρνει να δώσει στον χαρακτήρα του εκείνο το κάτι που θα σε κάνει να τον συμπαθήσεις και, γιατί όχι, να τον συμπονέσεις για ό,τι περνάει, με τα πεθερικά όμως να είναι αυτά που κλέβουν την παράσταση. Οι υπέροχοι Ζοζιάν Μπαλασκό και Ντιντιέ Μπουρντόν φτιάχνουν ένα δίδυμο που προσφέρει φινέτσα με την αστείρευτη ενέργειά τους και την εξαιρετική τους χημεία, η οποία όμως στο δεύτερο μισό αναλώνεται σε κοινότυπες σεναριακές ευκολίες.

Ας είναι όμως. «Ο Γαμπρούλης Μας» μπορεί να μην είναι μια ξεκαρδιστική κωμωδία, ούτε φυσικά το μπουρλέσκ που ονειρεύονται οι δημιουργοί του, αλλά οι σουρεαλιστικές καταστάσεις που ζουν οι χαρακτήρες της καταφέρνουν, έστω και λίγο, να σε κάνουν να ξεχαστείς από τη σουρεαλιστική πραγματικότητα του φετινού καλοκαιριού. Κάπως δεν το λες και λίγο αυτό.