Ολόκληρη η ιστορία των Beastie Boys υπήρξε μια σειρά από λάθος αναλογίες: ένας ωκεανός από «νέα» μουσική που δεν μπορούσε να κυλήσει στα παραδοσιακά κανάλια πρώοθησης των 90s, υπέρογκη δημοσιότητα για τρεις τύπους που δεν ήξεραν πώς να την χειριστούν, υπερβολική χρήση ουσιών και παραισθησιογόνων που στοίχισε ζωές, μια σχεδόν σαιξπηρικών διαστάσεων άνοδος και πτώση και ξανά πτώση που θα ταίριαζε σε σενάριο οσκαρικής κινηματογραφικής ταινίας και τουλάχιστον μια bigger than life φιγούρα (αυτή του Ανταμ Γιάουκ) που ήταν τόσο μεγάλη που το ένιωθες πώς δεν χωρούσε πουθενά.
Λάθος αναλογίες που εκτίναξαν την μπάντα από τους νοτισμένους από τον καπνό τοίχους και τα χαραγμένα από τα σκέιτ πατώματα των διαμερισμάτων της Νέας Υόρκης στο λουστραρισμένο prime time του MTV, από εκεί στην μεγάλη ζωή της Καλιφόρνια και στη διαρκή αναζήτηση μιας ταυτότητας που - ευτυχώς για τους ίδιους και την ιστορία της μουσικής - δεν ήρθε ποτέ, αφήνοντας το μείγμα του punk, της ραπ, του χιούμορ και του ανελέητου sampling (όχι μόνο ήχων, αλλά και ό,τι άλλου υπήρχε εύκαιρο γύρω τους) να αιωρείται για πάντα πάνω από το όνομά τους, σαν μια πολύτιμη παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.
Λευκοί που εισέβαλαν στη μουσική των μαύρων, κάγκουρες που ήρθαν ακάλεστοι στο μεγάλο πάρτι της μουσικής βιομηχανίας των charts και των εκατομμυρίων δολαρίων, τρεις ανήσυχοι νεαροί που βάλθηκαν να αλώσουν τα μουσικά είδη πετυχαίνοντας τα μισά από τύχη και τα άλλα μισά από το θράσος της επιμονής τους, οι Beastie Boys ξεκίνησαν ως μια ακόμη μπάντα hardcore punk στις αρχές της δεκαετίας του '80 για να γίνουν το πιο εμπορικό ραπ γκρουπ στην ιστορία του Billboard, με περισσότερα από 20 εκατομμύρια αντίτυπα πωλήσεις και μια από τις πιο διαχρονικές μπάντες του μεγάλου βιβλίου του χιπ χοπ.
Οι τρεις δεκαετίες που τους έφεραν μέχρι το Rock and Roll Hall of Fame το 2012 και την αναγκαστική διαλυσή τους μετά το θάνατο του Ανταμ Γιάουκ την ίδια χρονιά από καρκίνο, δεν είναι ακριβώς γεμάτες από αίμα, δάκρυα και ιδρώτα - αν και για το τελευταίο είμαστε σίγουροι πως κάποιος αυτόπτης μάρτυρας ενός live των Beastie Boys θα είχε να πει πολλά περισσότερα. Η ιστορία τους διαθέτει το χαρακτηριστικό των outsiders που βρέθηκαν στο κέντρο του κόσμου, τη γνώριμη ιστορία του ενός υπερτεράστιου χιτ ((You Gotta) Fight for Your Right (to Party)) που έπρεπε πάση θυσία να «ξεκολλήσουν» από πάνω τους, συν μια μεγάλη περίοδο πτώσης που κανείς δεν περίμενε μετά την γιγαντιαία επιτυχία του πρώτου τους δίσκου.
Ολοι, ωστόσο, θα συμφωνούσαν πως το σημαντικότερο σημείο της ιστορίας τους είναι αυτό το πέρασμα από την «πλάκα» στη «σοβαρότητα», όχι με όρους εκτός εισαγωγικών αφού οι Beastie Boys διατήρησαν το δικαίωμα στο χιούμορ ακόμη και όταν αποτίναξαν από πάνω τους αυτό του διαρκούς... πάρτι, κυκλοφορώντας πραγματικά σπουδαίους δίσκους όπως το «Paul's Boutique» του 1989, το «Ill Communication» του 1994, το «Hello Nasty» του 1999.
Αφιερωμένο - εκ των πραγμάτων - στον Ανταμ Γιάουκ, ο οποίος πέθανε το 2012 σε ηλικία 47 ετών, το ντοκιμαντέρ ξεκινάει και τελειώνει με αυτόν, δημιουργώντας ηθελημένα ή αθέλητα το συναισθηματικό κέντρο βάρος του, εκεί όπου στο μεγαλύτερο μέρος του μοιάζει με ένα «όταν ήμασταν νέοι» που ευτυχώς δεν μοιάζει (μόνο) νοσταλγικό, αλλά μάλλον ενδυναμωτικό για τις γενιές (X και βάλε) που κάποτε χτυπήθηκαν με τους Beastie Boys.»
Το γεγονός πως το «Beastie Boys Story» μοιάζει τελικά με ένα δίωρο TED talk, δεν θα ενοχλούσε, αν δεν ήταν αρκετές οι φορές που η «σοβαρότητα» έβγαινε από τα εισαγωγικά καθώς ο Ανταμ Χόροβιτζ και ο Μάικλ Ντάιαμοντ χωρίζουν σε κεφάλαια την ιστορία του γκρουπ και προσπαθούν να ανασυνθέσουν τη διαδρομή του μέσα στο χρόνο. Με τους δυο τους να είναι τέρμα ειλικρινείς, τέρμα ακόμη και αμήχανοι στο πώς μιλάς για τη δική σου ιστορία σε ένα χώρο όπως αυτό ενός θεάτρου που μοιάζει κρύος (τα γυρίσματα έγιναν με κοινό στο Kings Theater in Brooklyn), το όλο σκηνικό θυμίζει κάτι κόντρα σε όλο αυτό που περιγράφεται στη μεγάλη οθόνη από πίσω τους: εκεί όπου περιμένεις να ακουστεί το «Jimmy James» ή το «Sabotage» και να σηκωθούν όλοι όρθιοι να χορέψουν ραπάροντας ο καθένας τη δική του ζωή, τα τραγούδια κόβονται απότομα, το κοινό μοιάζει κρύο, είναι έντονη η αίσθηση του autocue και τα αστεία - τα προγραμματισμένα - προκαλούν μειδιάματα παρά πραγματική αίσθηση fun.
Δεν έχει κανείς την απαίτηση να δει τον Ad-Rock και τον Μike D (όπως είναι πιο γνωστοί οι Χόροβιτζ και Ντάιμοντ) να χοροπηδούν πάνω στη σκηνή όπως ήταν πίσω στα 18 τους, ούτε φυσικά απαιτεί κανείς από τους δυο τους να γίνουν ξαφνικά οι τέλειοι παρουσιαστές ενός live reading της ιστορίας τους. Ούτε ένα ντοκιμαντέρ (ακόμη και υβριδικό) για μια μπάντα που «τα σπάει» πρέπει απαραίτητα να «τα σπάει» (θυμηθείτε το «Some Kind of Monster» του 2004 για τους Metallica). Αλλωστε εδώ δεν βρισκόμαστε σε ένα live των Beastie Boys, αλλά σε μια εκ βαθέων αναπόληση που στα υπέρ της - και σε αντίθεση με πολλά μουσικά ντοκιμαντέρ που χάνουν το νόημα - καταφέρνει να χτυπήσει κέντρο σε όσους αγαπούν και ξέρουν τους Beastie Boys, αλλά και να τους συστήσει σε ένα νεότερο κοινό.
Αφιερωμένο - εκ των πραγμάτων - στον Ανταμ Γιάουκ, ο οποίος πέθανε το 2012 σε ηλικία 47 ετών, το ντοκιμαντέρ ξεκινάει και τελειώνει με αυτόν, δημιουργώντας ηθελημένα ή αθέλητα το συναισθηματικό κέντρο βάρος του, εκεί όπου στο μεγαλύτερο μέρος του μοιάζει με ένα «όταν ήμασταν νέοι» που ευτυχώς δεν μοιάζει (μόνο) νοσταλγικό, αλλά μάλλον ενδυναμωτικό για τις γενιές (X και βάλε) που κάποτε χτυπήθηκαν με τους Beastie Boys. Ο Σπάικ Τζόουνς δεν μεγαλουργεί, αλλά γνώστης, θαυμαστής και συνεργάτης για χρόνια του συγκροτήματος (το βίντεο κλιπ του «Sabotage» είναι μια μεγάλη στιγμή της ιστορία των βίντεο κλιπ) προσπαθεί να δώσει την τρίτη διάσταση σε μια ιστορία που εκ των πραγμάτων μοιάζει περιορισμένη όταν την αφηγούνται οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της. Ανάμεσα, στην ιστορία που ίσως ξέρεις, αυτήν που φαντάζεσαι ότι συνέβη, αυτήν που διαδραματίζεται στη μεγάλη οθόνη και αυτή που συμβαίνει ανάμεσα στον Χόροβιτζ και τον Ντάιαμοντ πάνω στη σκηνή, υπάρχει διαρκώς ένα κενό, που δεν το γεμίζουν ούτε τα τραγούδια των Beastie Boys που δεν ακούγονται ποτέ ολόκληρα, ούτε η φευγαλέα χαρτογράφηση μιας ολόκληρης εποχής που έμοιαζε αθώα και πονηρή ταυτόχρονα, ούτε η για αρχάριους ανάλυση της μουσικής τους τέχνης που δεν υπήρξε ούτε προφανής και - μιλώντας για λάθος αναλογίες - μάλλον μεγαλύτερης επίδρασης απ' ότι άντεχε ακόμη και η πολυπρισματική μουσική του σήμερα.
Αν κάτι γεμίζει όλα τα κενά, κάνοντας το «Beastie Boys Story» μια εξ απήνης τρυφερή ματιά σε μια ολόκληρη εποχή είναι η αποδεδειγμένη αγάπη που βλέπεις ότι υπάρχει ανάμεσα στα τρία αυτά «αγόρια». Αγάπη που επιβίωσε από την επιτυχία, την αποτυχία, τα ναρκωτικά, τους θανάτους, τις απώλειες. Επιβίωσε ακόμη και της αίσθησης ότι όλα - ακόμη και τα πιο όμορφα πράγματα, όπως ήταν ανέκαθεν οι παρέες - κάποια στιγμή οφείλουν να τελειώσουν, ακόμη και με τον πιο άδικο τρόπο. Αλλά σημασία έχει ό,τι έχει γίνει να έχει γίνει με αγάπη.