Μετά την εκτέλεση του θανατοποινίτη συζύγου της, η Μίνα προσπαθεί να επιβιώσει στο σημερινό Ιράν μαζί με την κωφή κόρη της, αντιμέτωπη με την έλλειψη χρημάτων, την απειλή της οικογένειας του συζύγου της ότι θα της πάρουν την επιμέλεια του παιδιού και κυρίως με μια κοινωνία που θεωρεί την θανατική ποινή «ανθρώπινο δικαίωμα» και που στην οποία, όπως εύγλωττα αναφέρει ένας μεσίτης όταν η Μίνα μετά από μια άδικη έξωση ψάχνει απεγνωσμένα ένα καινούριο διαμέρισμα: «χήρες, ιδιοκτήτες σκύλων και γατών και ναρκομανείς δεν είναι δεκτοί».

Οταν θα μάθει ότι ο άνδρας της εκτελέστηκε άδικα ενώ ήταν αθώος, η Μίνα θα προσπαθήσει να διεκδικήσει μια επίσημη συγγνώμη από το διάτρητο δικαστικό σύστημα και ακριβώς τη στιγμή που κάθε ελπίδα της για μια αξιοπρεπή ζωή εξαλείφεται, θα εμφανιστεί στο δρόμο της ο Ρέζα, ένας άνδρας που θα τη βοηθήσει να ορθοποδήσει και με τον οποίο την δένει ένα μυστικό που δεν πρέπει να μάθει ποτέ.

Η υπεροχή του ιρανικού σινεμά είναι εμφανής και εδώ, στην πρώτη κοινή μυθοπλαστική απόπειρα των Μπεχτάς Αναΐσα και Μαριάμ Μογκαντάμ, μετά το ντοκιμαντέρ «The Invincible Diplomacy of Mr Naderi» που συνσκηνοθέτησαν το 2017: χειρουργική κοινωνική παρατήρηση ένος αδέκαστου συστήματος που συνθλίβεται από τη διαφθορά και συνθλίβει τις γυναίκες και τους αδύναμους, πλέξη ιστορίας που ξεκινάει από τα βάθη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας για να επαναδιαπραγμευτεί με στιβαρό τρόπο τις θεματικές της εκδίκησης, της συγχώρεσης, της εξιλέωσης, πλανοθεσία που τοποθετεί το δράμα στις διαστάσεις μιας κλειστοφοβική εμπειρίας που σε καταπίνει, ερμηνείες - κυρίως από την Μαριάμ Μογκαντάμ του «Closed Curtain» του Τζαφάρ Παναχί και τον Αλιρεζά Σανιφάν που δεν στέκονται στην υπερβολή, αλλά ορίζουν με τρόπο αρχετυπικό τον περιβάλλοντα χώρο.

Μια θαρραλέα αν και υπερβολικά «σεναριακή» μείξη κοινωνικού δράματος και χιτσοκικού θρίλερ (με έξτρα αναφορά στο γάλα του «Suspicion») που ακόμη κι όταν δεν πετυχαίνει τις τέλειες ισορροπίες, καταφέρνει να λειτουργήσει ως μια καταγγελία για την ισχύουσα ακόμη στο Ιράν θανατική ποινή (σχεδόν σαν φυσική συνέχεια της Χρυσής Αρκτου «Το Κακό δεν Υπάρχει» του Μοχάμαντ Ρασούλοφ), να εκμοντερνίσει - στο μέτρο που καταφέρνει να αποφύγει τα κινηματογραφικά κλισέ που συναντάμε συχνά - την ιρανική αφήγηση των τελευταίων δεκαετιών και να γίνει ο ατελής καθρέφτης μιας ανθρώπινης κατάστασης που με τη σειρά της ισορροπεί ανάμεσα στο προκαθορισμένο από τη μοίρα (ή από το Θεό) και το τυχαίο (του ανθρώπου).