Δεν είναι περιέργη η χρονική στιγμή που τα «Bad Boys» επιστρέφουν για μια ακόμα, και ίσως τελευταία, ταινία.

Το franchise, το οποίο ανέδειξε τους Γουίλ Σμιθ και Μάρτιν Λόρενς ως τα «κακά παιδιά» του σινεμά, κατάφερε να αναβιώσει, μετά από μια περίοδο 17 ολόκληρων χρόνων με το «Bad Boys for Life» λίγα χρόνια πριν, κάνοντας μια αρκετα ικανοποιητιτκή πορεία στο παγκόσμιο box office. Αλλά πέρα από αυτό, αν μια ταινία ήταν αυτή που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει τη μεγάλη επιστροφή του «κακού παιδιού» Γουίλ Σμιθ μετά από εκείνο το... συμβάν στα Οσκαρ του 2022, δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη από την κινηματογραφική επιστροφή των «Bad Boys».

Ειρωνικό ίσως αν σκεφτεί κάποιος πως μια ταινία με τέτοιο τίτλο θα βάλει τα δυνατά της για να ξελασπώσει στην ουσία την καριέρα του Σμιθ. Και ίσως αυτό είναι το μεγαλύτερο στοίχημα που καλείται να εκπληρώσει στα 25 χρόνια του το franchise, το οποίο μπορεί να μην τα καταφέρνει στην εντέλεια, αλλά τουλάχιστον αποτελεί ένα σωστό βήμα μπροστά.

Στο «Bad Boys: Ride or Die» τα Κακά Παιδιά επιστρέφουν για άλλη μια καταιγιστική και ξέφρενα κωμική περιπέτεια αυτή τη φορά με μια μεγάλη ανατροπή: οι ρόλοι αλλάζουν και οι καλύτεροι πράκτορες του Μαϊάμι είναι αυτοί που καταδιώκονται.

Αν κάποιος θα μπορούσε να ορίσει το συνολικό θέμα στο οποίο κινείται η ταινία θα ήταν η συγχώρεση και η, κατ’ επέκταση, εξιλέωση. Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι Βέλγοι σκηνοθέτες Αντίλ και Μπιλάλ, οι οποίοι μπλέχτηκαν, άθελά τους βέβαια, μέσα στην αμφιλεγόμενη διαμάχη με την Warner για την ταινία τους «Batgirl», επιστρέφουν στην καρέκλα του σκηνοθέτη για να τα δώσουν όλα για όλα.

Συνεχίζοντας να προσεγγίζουν το franchise με μια πιο «Fast & Furious» λογική (κάτι που φαίνεται πως ταιριάζει απόλυτα με το πνεύμα της ταινίας), επηρεάζονται από άλλες ταινίες δράσης, ακόμα και από video games, για να δώσουν στις σκηνές τους ζωή, με την κάμερά τους να βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, μπαίνοντας σε ένα τριπαρισμένο ταξίδι που μας πηγαίνει από slow motion σκηνές, μέχρι σε πυροβολισμούς πρώτου προσώπου. Ακόμα και στις μεγάλες σκηνές δράσης αποδεικνύουν πως έχουν αρκετά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από ό,τι στην προηγούμενη ταινία (δείτε απλώς τη σκηνή μέσα στο αεροπλάνο που πέφτει), συνεχίζοντας να επιδεικνύουν μια ιδιαίτερη νιότη και φρεσκάδα στο χάος της χορογραφίας των μαχών.

Αν και το σενάριο δεν είναι κάτι ιδιαίτερα πρωτότυπο, προσπαθεί όμως πολύ, και σε στιγμές υπερβολικά, να δώσει αυτό το συγχωροχάρτι στους χαρακτήρες τους, αλλά και να δείξει το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να προχωρήσει κάποιος μέσα από τα λάθη του. Σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες, ο καθένας με τον δικό του τρόπο (από τον Σμιθ που παθαίνει κρίσεις πανικού προσπαθώντας να ζητήσει συγχώρεση από τον γιο του, ο οποίος με την σειρά του προσπαθεί να γίνει καλός, αλλά και η οικογένεια του Αρχηγού της Αστυνομίας Χάουαρντ να τον συγχωρέσει για τον θάνατό του), ένα είδος εξιλέωσης, το οποίο έρχεται κάπως με το ζόρι και με αρκετή ευκολία.

Η πλοκή δεν βοηθάει στο να δώσει στους χαρακτήρες αυτούς εκείνο το κάτι που θα πείσει πως αξίζουν μια άφεση αμαρτιών μιας και οι πράξεις τους μοιάζουν κάπως βεβιασμένες και χωρίς ιδιαίτερη λογική μέσα τους. Ισως αυτές να είχαν μεγαλύτερη βαρύτητα, αν οι ίδιοι χαρακτήρες ήταν πιο ολοκληρωμένοι, οι διάλογοι έβγαζαν περισσότερο συναίσθημα και, φυσικά, το σενάριο δεν ήταν τόσο παραφουσκωμένο από μια τέτοιου είδους πλοκή. Τουλάχιστον η δυναμική και η χημεία που υπάρχει μεταξύ του Σμιθ και του Λόρενς παραμένει ο τροχός που τα κινεί όλα χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα.

«Ολοι κάνουμε λάθη στη ζωή μας. Αυτό δεν σε κάνει αυτομάτως κακό άνθρωπο,» λέει σε κάποια στιγμή ο Λόρενς στον Σμιθ πριν τον αρχίσει στα χαστούκια και του ζητήσει να γίνει το κακό παιδί που όλοι αγαπάνε. Κάποιοι αυτό ίσως το δουν ως μια μεγάλη αλήθεια (η οποία και είναι). Στην προκειμένη περίπτωση όμως φαίνεται ως επιθετικό μαρκετινγκ. Τουλάχιστον η καρδιά της βρίσκεται στο σωστό μέρος, κι αυτό, παρά τις όποιες υπερβολές και ατέλειες της ταινίας, είναι που έχει σημασία στο τέλος.