Σίγουρα, κανείς δεν θυμάται ότι τα δυο πρώτα «Bad Boys» ήταν σκηνοθετημένα από τον Μάικλ Μπέι. Κι αυτό γιατί δεν ήταν η ασταμάτητη (κι εδώ που τα λέμε αρκετά basic) δράση, ούτε οι εκρήξεις αλλά ούτε τα κυνηγητά που έκαναν τις ταινίες αυτές να ξεχωρίσουν. Ηταν το φυσικό συναίσθημα ενός buddy cop movie που πήγαζε από την κινηματογραφική χημεία μεταξύ των δυο πρωταγωνιστών της, του Γουίλ Σμιθ και Μάρτιν Λόρενς, αλλά και οι ισχυρές δόσεις κωμωδίας που τις έκαναν τουλάχιστον απενοχοποιημένα διασκεδαστικές, στοιχεία που πλέον σπανίζουν σε ταινίες του Μπέι.

17 χρόνια μετά την τελευταία τους εξόρμηση, τα «Κακά Παιδιά» επιστρέφουν και η απάντηση στην λογική ερώτηση που έρχεται στο μυαλό του καθενός για το αν χρειαζόμασταν άλλη μια ταινία της σειράς αυτής, είναι σίγουρα πως «όχι». Στο οποίο το Χόλιγουντ, όπως ξέρει να κάνει τα τελευταία χρόνια, αμέσως ανταπαντά με ένα «γιατί όχι;». Και μπορεί ο Μάικλ Μπέι να λείπει από την σκηνοθεσία (και απλά να κάνει ένα κάμεο πέρασμα στη ταινία), οι δυο νέοι Βέλγοι σκηνοθέτες Αντίλ Ελ Αρμπί και Μπιλάλ Φαλάχ ακολουθούν με θρησκευτική ευλάβεια τα βήματά του, κρατώντας ζωντανό τον τόνο του franchise.

Από την πρώτη στιγμή οι δύο σκηνοθέτες σε κάνουν να νιώσεις τόσο οικεία, σαν να μην πέρασε μια μέρα, από τότε που είδαμε για τελευταία φορά τον Μάρκους και τον Μάικ στη μεγάλη οθόνη, βάζοντας την δράση ως αφορμή στο πάρτι επανένωσης με δυο καλούς φίλους - εδώ τη στιγμή που οι δυο τους γίνονται μέλη της νεοσύστατης ομάδας της Αστυνομίας του Μαϊάμι προκειμένου να εξοντώσουν τον αρχιμαφιόζο των ναρκωτικών Αρμάντο Αρμας. Αν και το σενάριο προσπαθεί υπερβολικά αρκετά για να δείξει πως είναι κάτι παραπάνω από μια ανεγκέφαλη ταινία δράσης, υπάρχουν στιγμές που πετυχαίνει να δώσει σάρκα και οστά σε, κατά τα άλλα, χάρτινους χαρακτήρες.

Το μότο των δυο ηρώων είναι όλα αυτά τα χρόνια «Bad Boys for Life» (από εκεί και ο τίτλος της ταινίας), αλλά τώρα τα «Κακά Παιδιά» είναι πλέον «Κακοί Μεσήλικες», και η ταινία δεν παύει να στο θυμίζει κάθε λεπτό που περνάει, με τα αστεία να χτίζονται γύρω από το πως ο ένας φαίνεται να μην έχει αποδεχτεί την ηλικία του, προσπαθώντας να το παίξει τζόβενο, ενώ ο άλλος έχει κουραστεί και θέλει μια ήσυχη οικογενειακή ζωή. Αν όλα αυτά λειτουργούν, αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω της δυναμικής και της χημείας που υπάρχει μεταξύ του Σμιθ και του Λόρενς, η οποία φαίνεται να έχει παραμείνει αλώβητη όλα αυτά τα χρόνια.

Γύρω τους, ως αντισταθμιστικός παράγοντας στη κρίση της μέσης ηλικίας που περνούν οι ήρωές της, οι Ελ Αρμπί και Φαλάχ επιδεικνύουν νιότη και φρεσκάδα στο χάος της χορογραφίας των μαχών καθώς η κάμερα φαίνεται πως ακολουθεί με ιδιαίτερη ευκολία κάθε μπουνιά και κλοτσιά, κάθε πιστολίδι, που ρίχνουν οι ήρωες και οι κακοί της. Ακόμα και στις μεγάλες σκηνές δράσης, δείχνουν ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση. Παρόλα αυτά όμως, η ταινία τους δεν εκπλήσσει ποτέ με κάτι καινούργιο ή με κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί, μένοντας ευλαβικά να να αποτίνει φόρο τιμής στις δύο προηγούμενες ταινίες του Μπέι. Οσοι (πιστοί) δηλώνουν φανατικοί του franchise θα νιώσουν σαν το σπίτι τους από το πρώτο κιόλας λεπτό.