Μια νεαρή γυναίκα στέκεται κοντά στο παράθυρο του διαμερίσματος της και πλένει το λαιμό της, τα γυμνά της στήθη, τα χέρια της με χυμό λεμονιού. Από το απέναντι παράθυρο ένας πολύ μεγαλύτερος της άντρας τη χαζεύει.

Αυτή η πρώτη, γεμάτη ερωτισμό, μυστήριο, απενοχοποιημένη αίσθηση ηδονοβλεψίας και εξίσου αν όχι περισσότερο ανεξάντλητης μελαγχολίας μοιάζει να περιγράφει το «Atlantic City» περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Οχι για την αρτιότητα - στην περίπτωση του Λουί Μαλ ονομάζεται «απλότητα» - με την οποία είναι ενορχηστρωμένη, ήδη από τα πρώτα δευτερόλεπτα ικανή να σε βυθίσει μέσα σε ένα άχρονο σύμπαν ανεκπλήρωτης επιθυμίας.

Το σημαντικό είναι αυτό που κρύβεται πίσω από αυτήν την πρώτη σκηνή, τι κρύβεται δηλαδή πίσω από τις ζωές των δύο αυτών ανθρώπων που δεν έχει σημασία αν θα γνωριστούν και για πόσο ή τι θα είναι αυτό που θα ζήσουν τελικά, αλλά κυρίως το ότι μοιράζονται αυτή τη μικρή στιγμή κάθε βράδυ σαν μια ιεροτελεστία που ίσως κάποτε αποδειχθεί σωτήρια.

Η νεαρή γυναίκα είναι η Σάλι που ονειρεύεται να γίνει μια από τις πρώτες γυναίκες κρουπιέρηδες στο καζίνο του Μονακό. Για να το καταφέρει εκπαιδεύεται καθημερινά και δουλεύει σε ένα fast food με όστρακα μέσα σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Κάθε βράδυ πλένει το σώμα της με λεμόνι για να φύγει η μυρωδιά από τη… θάλασσα.

Ο μεγαλύτερος της άντρας είναι ο Λου, παλιά φίρμα του Λας Βέγκας που από κολλητός με τους μεγαλύτερους παίχτες στην πιάτσα έχει καταλήξει να φροντίζει την ακινητοποιημένη στο κρεβάτι της, Γκρέις, και να μαζεύει στοιχήματα από τις φτωχογειτονιές για να ποντάρει στη ρουλέτα.

Οταν την Σάλι θα επισκεφθεί ο πρώην άντρας της με την έγκυο αδερφή της για την οποία την παράτησε, οι ζωές της νεαρής γυναίκας και του μεγαλύτερου της άντρα θα διασταυρωθούν σε ένα παιχνίδι της μοίρας που με κάποιο παράξενο, μαγικό, όχι ακριβώς αναπάντεχο μα τελείως ξαφνικό τρόπο θα κάνει τα όνειρα τους πραγματικότητα.

Οι δυο τους όμως δεν είναι οι κεντρικοί πρωταγωνιστές της ταινίας του Λουί Μαλ.

Ο πρωταγωνιστής είναι αυτός που βρίσκεται στον τίτλο: το Ατλάντικ Σίτι των αρχών της δεκαετίας του ’80, μια πόλη σε συνεχή ανοικοδόμηση, ένα κουφάρι του παλιού του συναρπαστικού εαυτού, ένας τόπος που αναγκάστηκε να νομιμοποιήσει το τζόγο, έχοντας πριν πληρώσει με ακριβό τίμημα την παρακμή που σάρωσε τα πάντα από την έκνομη κυριαρχία του.

Δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή στην ταινία - εσωτερική ή εξωτερική - που να μην αισθάνεσαι πως πίσω από τους ήρωες, έξω από τα ανοιχτά παράθυρα, καθώς διασχίζεις τους δρόμους ή αγναντεύεις τη θάλασσα, το Ατλάντικ Σίτι αφηγείται την ιστορία του μέσα από τη Σάλι και τον Λου. Μιλάει για τις χαμένες ψευδαισθήσεις, το απατηλό αμερικάνικο όνειρο που επιβιώνει, τα μυθικά 50s, τα σκοτεινά 60s, τα ξέφρενα 70s, για κορίτσια που εμπιστεύτηκαν άντρες που ήταν «λίγοι» και άντρες που κόλλησαν στο παρελθόν αρνούμενοι να προβλέψουν το μέλλον.

Αν η στερεοτυπική έκφραση «η καλοσύνη των ξένων» έρχεται συνέχεια στο νου δεν είναι μόνο γιατί ανάμεσα στους τέσσερις ήρωες θα αναπτυχθεί μια ανομολόγητη συμφωνία κοινής επιβίωσης (μακρινός απόγονος ενός Τενεσί Γουίλιαμς), αλλά γιατί ο Λουί Μαλ αντιμετωπίζει το σενάριο του θεατρικού συγγραφέα και σεναριογράφου Τζον Γκουάρε (με σημαντικότερη στιγμή του το θεατρικό «Six Degrees of Separation») σαν έναν καμβά για να απλώσει την ανθρώπινη κατάσταση πάνω στη λεπτή γραμμή που χωρίζει ένα νουάρ από μια κοινωνική ταινία και ένα ρομάντζο.

Με χαρακτηριστική χάρη, ο Λουί Μαλ δίνει σάρκα και οστά σε «κατεδαφισμένους» ανθρώπους που προσδοκούν την «ανοικομόδησή» τους, ακριβώς όπως η πόλη που ζουν. Ξέρουν ότι δεν μπορούν να το καταφέρουν μόνοι τους, όσο και να προοσπαθούν. Χρειάζονται ο ένας τον άλλον. Η άχρηστη σοφία του ενός γίνεται πολύτιμο μάθημα για τον νεότερο. Το πείσμα του νεότερου γίνεται κερδισμένα χρόνια για τον μεγαλύτερο. Παίχτες όλοι μιας παρτίδας που κανείς δεν μπορεί να ξέρει την έκβαση της, οι ήρωες του «Atlantic City» γίνονται - ερήμην - ήρωες μιας ταινίας που ζητάει απεγνωμένα το happy end της.

Ωρα μετά την πρώτη σκηνή με τα λεμόνια που έχει αποκαλύψει τόσο γλαφυρά τα επίπεδα της «εξαπάτησης» ανάμεσα σε αυτό που βλέπουμε και αυτό που τελικά «είναι» στην πραγματικότητα, ο Λου (ο βαθιά σπαρακτικός μοντέρνος περισσότερο ακόμη σήμερα από τότε Μπαρτ Λάνκαστερ) θα εξομολογηθεί στην Σάλι (η ανεπιτήδευτα γήινη, υπέροχη και ερωτική σχεδόν όσο ποτέ Σούζαν Σαράντον) ότι την έβλεπε κάθε βράδυ να απλώνει το λεμόνι στο σώμα της. Η Σάλι θα του ζητήσει να της αφηγηθεί με λεπτομέρειες τι έβλεπε. Αυτός θα το κάνει και αυτή θα γδυθεί μπροστά του.

«Γυμνοί» και οι δύο, γίνονται τα σύμβολα ενός νέου κόσμου που δανείζεται από το παρελθόν μόνο ό,τι χρειάζεται για να έχει λόγο ύπαρξης στο παρόν. Θα σώσουν ο ένας τον άλλον, όχι χωρίς απώλειες, όχι όμως και με επιπλέον τίμημα - φτάνει όλα όσα έχουν πληρώσει μέχρι σήμερα.

Η αβίαστη συγκίνηση και μια σχεδόν διαπεραστική αίσθηση ανθρωπιάς υπήρξαν πάντα, όπως και εδώ, τα μεγάλα όπλα του υπέροχου σινεμά του Λουί Μαλ.