Στον αργόσυρτο ρυθμό του τάνγκο του συνθέτη Μπόρις Κόβατς, πένθιμα τραγούδια αναδύονται απ’ την μελαγχολία των Βαλκανίων, ερμηνευμένα από χαρακτήρες ηττημένους, αποδεκατισμένους, που πασχίζουν να βρουν ισορροπία και νόημα στη ζωή τους, που αγκιστρώνονται απ’ όσα και όσους έχουν ανάγκη. Το σενάριο, που υπογράφει η συγγραφέας και ποιήτρια Μιλένα Μάρκοβιτς, εστιάζει στις κατεστραμμένες ζωές των ηρώων, αντανακλώντας τα απομεινάρια μιας αποσαθρωμένης κοινωνίας, όπως αυτή περιγράφεται με φόντο την πόλη Μπορ της νότιας Σερβίας.
Με φόντο μια πόλη που ζει, ή καλύτερα ζούσε από τα ορυχεία και ήρωες μια σειρά από ανθρώπους που είτε βγαίνουν από την φυλακή είτε δείχνουν να οδεύουν (στην καλύτερη περίπτωση) προς τα εκεί, το φιλμ του Ολεγκ Νοβκοβιτς, είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα ενός feel bad σινεμά για περιπετειώδεις θεατές με κοινωνικές ανησυχίες. Κι όχι τα τραγούδια που οι πρωταγωνιστές του τραγουδούν κάθε τόσο, ελάχιστα βοηθούν στο να ανεβάσουν το κλίμα.
Μην φανταστείτε πως πρόκειται για μιούζικαλ, έστω και με την έννοια ενός μιούζικαλ σαν το «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» του Λαρς Φον Τρίερ. Σκεφτείτε κάτι που βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην «Οπερα της Πεντάρας» απ ότι στο «Σικάγο» και πολλαπλασιάστε την απογοήτευση, την απέλπιδα ατμόσφαιρα την κλειστοφοβική αίσθηση και θα έχετε πάρει μια καλή ιδέα για το τι ακριβώς σας περιμένει.
Μίζερα μπαρ, ποτάμια αλκοόλ, κλειστά ορυχεία, μηχανικό σεξ, άνεργοι άντρες, γυναίκες που έχουν σηκώσει τα χέρια, ναρκωτικά και πεθαμένες ελπίδες, να το σκηνικό αυτής της άσκησης στην θλίψη και και την απογοήτευση που ξεκινά στενάχωρα για να απογειωθεί στην σφαίρα μιας αληθινής αρχαίας τραγωδίας, στην κορύφωσή του.
Πετυχαίνοντας να χτίσει την αποπνικτική ατμόσφαιρα μιας μικρής στα πρόθυρα του χαμού πόλης και το πορτρέτο μιας ομάδας ανθρώπων που βρίσκονται μπροστά σε έναν τοίχο, το φιλμ του Νοβκοβιτς, μοιάζει δυστυχώς να έρχεται κι αυτό τελικά στο ίδιο ακριβώς αδιέξοδο. Εχοντας στήσει την σκακιέρα και τα πιόνια του με ενδιαφέροντα τρόπο, καθυστερεί υπερβολικά την παρτίδα, παραδίδοντας μια ταινία που μοιάζει να διαρκεί περισσότερο απ όσο θα χρειαζόταν για να κρατήσει την δύναμή της και που καταλήγει να προσφέρει ένα τραγικό μεν, αλλά απόλυτα προβλέψιμο φινάλε ως μια τελευταία απόπειρα να κερδίσει το ενδιαφέρον.