Ο κριτικός θεάτρου Μόρτιμερ Μπρούστερ, αν και ορκισμένος εργένης, αποφασίζει τελικά να παντρευτεί την αγαπημένη του Ελέιν. Τώρα όμως πρέπει να επισκεφθεί τις δυο γεροντοκόρες θείες του, για να τους ανακοινώσει το ευχάριστο γεγονός. Μόνο που θ' ανακαλύψει ότι αυτές οι γλυκές γριούλες έχουν ένα μακάβριο χόμπι: να δηλητηριάζουν ηλικιωμένους, μοναχικούς κυρίους κι ύστερα να τους θάβουν στο υπόγειο του σπιτιού τους. Τα πράγματα ωστόσο θ' αποδειχτούν ακόμη χειρότερα...
Αν δύο χρόνια μετά από την έξοδο στους κινηματογράφους του «Αρσενικό και Παλιά Δαντέλα» δεν κυκλοφορούσε το «Μια Υπέροχη Ζωή», η μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού του Τζόζεφ Κέσερλινγκ θα ήταν η τελευταία ταινία που θα έφερνε με τόση αυτοπεποίθηση την υπογραφή του Φρανκ Κάπρα. Ετσι όπως αυτή σήμερα συνεχίζει να ανιχνεύεται κάθε φορά που κάποιος θέλει να περιγράψει μια κωμωδία που από τη στιγμή που ξεκινάει μέχρι και τους τίτλους τέλους της πατάει το pause μόνο για να συνεχίσει με ακόμη πιο ιλιγγιώδη ταχύτητα μια κούρσα που ισοπεδώνει κάθε γνωστή έννοια timing, ρυθμού και σκηνοθετικής ενορχήστρωσης.
Αν μπορείς να κατηγορήσεις για κάτι το «Αρσενικό και Παλιά Δαντέλα» είναι πως τραβάει στα άκρα την υπερβολή, την μαύρη κωμωδία, το screwball, τα σωματικά αστεία και την διάχυτη διάθεση του να κάνει ακόμη πιο παράλογο ένα ήδη παράλογο σενάριο που στην πραγματικότητα συνθέτει ένα ψηφιδωτό παράξενων (πολύ παράξενων) χαρακτήρων σε παράξενες (πολύ παράξενες) καταστάσεις, αναμειγνύοντας μια αίσθηση του μακάβριου μαζί με την πεμπτουσία της μαύρης κωμωδίας και όλα τα παραπάνω μαζί σε ένα ντελιριακό tour de force εξπρεσιονισμού μαζικής κατανάλωσης.
Πριν ακόμη από ένα τέλειο δείγμα του πώς μπορείς να «διασκευάσεις» ένα θεατρικό έργο χωρίς στην πραγματικότητα να μετακινηθείς από τους τρεις τοίχους μιας θεατρικής σκηνής και χωρίς να χάσεις ίχνος από το interaction με τους θεατές, το «Αρσενικό και Παλιά Δαντέλα» είναι ένα υπόδειγμα του πως περιστρέφεις γύρω από έναν ήρωα μια παρέλαση απιθανοτήτων, χτίζοντας κάθε σκηνή σαν ένα φιλμ μικρού μήκους που συνεχίζει με ακόμη περισσότερη ένταση από εκεί που σταμάτησε το προηγούμενο, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα μια ακόμη περισσότερο απολαυστική επόμενη σκηνή.
Κι αν μια τέτοια αλληλουχία, ενορχηστρωμένη μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια από τον Φρανκ Κάπρα, θα έμοιαζε αρκετή για να κάνει το «Αρσενικό και Παλιά Δαντέλα» μια ταινία κλασική, τότε πως θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς, όταν σε παράλληλη δράση το σενάριο των δίδυμων Τζούλιους και Φίλιπ Επστάιν ρέει σε μια εξίσου ιλιγγιώδη αλληλουχία πανέξυπνων διαλόγων και one-liners και το κάθε πλάνο λάμπει (ναι, με τη Χολιγουντιανή έννοια!) από την παρουσία του Κάρι Γκραντ;
Περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε άλλη ταινία στην οποία απέδειξε πως το σημαντικότερο προτέρημα ενός ζεν-πρεμιέ είναι να είναι αστείος, ο Κάρι Γκραντ πρωταγωνιστεί στο «Αρσενικό και Παλιά Δαντέλα» με τη στόφα ενός σπουδαίου κωμικού που ξέρει ακριβώς πότε να χρησιμοποιήσει το σώμα του, πότε τις γκριμάτσες του προσώπου του και πότε την αφοπλιστική γοητεία του, κάπου ανάμεσα στην αθωότητα και την διαστροφή, την τρυφερότητα και τον κυνισμό.
Γύρω από τον Γκραντ, κάθε ένας από τους σπουδαίους συμπρωταγωνιστές του (η Τζόζεφιν Χουλ και η Τζιν Αντερ στο ρόλο των ηλικιωμένων θείων του, ο Τζον Αλεξάντερ στο ρόλο ενός τρελού που πιστεύει ότι είναι ο Ρούζβελτ, ο Ρέιμοντ Μάσεϊ στο ρόλο ενός κακοποιού που έχει πειράξει το πρόσωπο του καταλήγοντας να μοιάζει στο τέρας του Φρανκεστάιν, ο Πίτερ Λόρε στο ρόλο ενός πλαστικού χειρούργου...) προσπαθεί να τον κάνει να παραδοθεί στην τρέλα, όταν ο ίδιος αγωνιά με τη σειρά του να επαναφέρει τον σαλεμένο μικρόκοσμο στον οποίο βρίσκεται εγκλωβισμένος στην τάξη.
Ευτυχώς ο Κάπρα διασκεδάζει τόσο πολύ με την αταξία που θα αργήσει να του κάνει το χατίρι. Περίπου μετά από 100 λεπτά ατόφιας κωμωδίας.