Τι έκανε την Σέλμα να επιστρέψει στην πατρίδα της την Τυνησία; Είχαν οικογενειακώς μετακομίσει στο Παρίσι από τότε που ήταν 10 χρονών. Εκεί μεγάλωσε, εκεί σπούδασε ψυχανάλυση, εκεί είχε μέλλον. Εκείνη όμως επέστρεψε. Καθάρισε με μανία το μικρό δώμα στην ταράτσα του πατρικού (καθώς μόνο αυτό της ανήκει πια), αγνόησε τις αντιρρήσεις θείων και γειτόνων, κι εκεί τοποθέτησε πεισματικά το ψυχαναλυτικό της ντιβάνι για να δεχθεί τους νέους ασθενείς της. Τους κατοίκους της γειτονιάς που έπρεπε να πείσει ότι αυτή η επιστήμη δεν είναι αίρεση, το να μιλάς για όσα σε βαραίνουν δεν είναι αμαρτία, το να βάλεις τον εαυτό σου στο κέντρο ενός καναπέ ή στο επίκεντρο της ζωής σου είναι το ζητούμενο. Ισως για αυτό να επέστρεψε η Σέλμα στην Τυνησία...

Η Μανέλ Λαμπιντί, στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο επιχειρεί κάτι τολμηρό: να χρησιμοποιήσει τους κανόνες της κωμωδίας για να περιγράψει την αφύπνηση της Τυνησίας στα νέα κοινωνικά της δεδομένα. Σχεδόν μία δεκαετία μετά το ξέσπασμα της Αραβικής Ανοιξης και την ανατροπή του δικτάτορα Μπεν Αλί, πόσα άλλαξαν; Προς το καλύτερο, προς το χειρότερο; Η πολιτική ανατροπή έφερε και την αντίστοχη στις ανισότητες; Οχι ακριβώς το σύνηθες θέμα μιας κομεντί. Ομως η Λαμπιντί το τολμά.

Κι, όχι, δεν αποφεύγει τα κλισέ. Οι «πολύχρωμοι» χαρακτήρες που επισκέπτονται την ταράτσα της Σέλμα έχουν την αναμενόμενη γραφικότητα στην οποία καταφεύγει κανείς για να αποδώσει το χάσμα κουλτούρων και των πολιτισμικών συγκρούσεων Ανατολής και Δύσης. Κάπως έτσι περιγράφονται με έντονα χρώματα ο παγιδευμένος στην ενοχή της κλειστής κοινωνίας γκέι άντρας που βλέπει στον ύπνο του ότι φιλιέται με παγκόσμιους δικτάτορες, η νεόπλουτη κακόγουστη κομμώτρια που μοιάζει με κακομαθημένη ηρωίδα του Αλμοδοβάρ, ή η βαριεστημένη υπάλληλος του υπουργείου που ενώ πρέπει να φροντίζει την αίτηση της Σέλμα για άδεια ασκήσεως του επαγγέλματός της, εκείνη καθαρίζει φασολάκια.

Ομως κάτι σώζει την Λαμπιντί από το να καταλήξει με μία εύκολη κωμωδία, μία φάρσα στερεότυπων και σχηματικών χαρακτήρων. Πρώτα από όλα, η κινηματογράφησή της που συχνά σε ξαφνιάζει. Μέσα στους ξέφρενους κωμικούς ρυθμούς μπορεί να τραβήξει χειρόφρενο για ένα αλκοτέστ/φιλί μαγικού ρεαλισμού. Η κάμερά της συνήθως σε πετάει στη μέση της δράσης, δεν εξηγεί, σε αφήνει χαμένο στο χάος της εικόνας και σε μια περιγραφή των καταστάσεων που τελικά δεν είναι τουριστική. Κουβαλά μια βαθιά μελαγχολία και καταλήγει να την αισθάνεσαι αληθινή κι όχι καρικατούρα. Μπορεί οι ήρωες να φορούν τα μασκαράτα των προκαταλήψεών μας, όμως οι άνθρωποι που κάθονται στο ντιβάνι της Σέλμα μιλούν για πραγματικό πόνο. Μία θλίψη που τελικά διαπερνά τα σχήματα και σε αγγίζει.

Γιατί, πάνω από όλα, την αναγνωρίζεις στο βλέμμα της ίδιας της Σέλμα - έτσι όπως την ερμηνεύει η Γκολσιφτέ Φαραχανί (του «Paterson»). Καπνίζοντας σιωπηλά το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, πεισματάρα, εστέτ, πολλές φορές αντιπαθής, αψηφώντας τη γνώμη των πατριαρχικών φιγούρων (της οικογένειας, της θρησκείας, των θεσμών, της γειτονιάς) - μία φεμινίστρια που έρχεται από το Παρίσι, με δυνατό βλέμμα, αυθάδικες προθέσεις κι ένα άγριο κατσαρό μαλλί που δεν δηλώνει απλώς άθεο, αλλά και απείθαρχο απέναντι σε γυναικείες μόδες. Η Σέλμα στέκεται εκεί ως σύμβολο. Μιας γυναίκας παγιδευμένης ανάμεσα σε δυο πατρίδες, σε δυο ταυτότητες, στο παρελθόν και το μέλλον μιας χώρας. Πέρα από την «πλάκα» των περιστάσεων, η συνεύρεσή της σε αυτό το ντιβάνι ξυπνά κι έναν διάλογο για το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα, άντρας, γκέι, ιμάμης, εφηβη ή μητέρα σε αραβική χώρα, Πάνω από όλα, η Φαραχανί ντύνει την Σέλμα της με μια βαθιά κούραση. Μέσα στους κανόνες της κομεντί, την περιφέρει με αυτό το βάρος στο σώμα, το λόγο, τα μάτια. Γιατί θέλει κόπο το να στέκεσαι στα πόδια σου με δύναμη. Να το θυμάστε αυτό στην τελευταία σκηνή της ταινίας...