Το σινεμά του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο ασχολείται συχνά με θέματα όπως το ψυχικό τραύμα και η θλίψη, μιας και αυτά μπορούν να βρουν, πολύ πιο εύκολα ίσως από οτιδήποτε άλλο, μια θέση στην σκοτεινή και ενίοτε μακάβρια εικονογραφία του φανταστικού τρόμου. Αν συνδυαστούν με τις σωστές αναλογίες από (υπερφυσικές) ευαισθησίες μπορεί να δώσουν ένα είδος υπαρξιακού τρόμου όπου δύσκολα να σε αφήνει να ξεφύγεις από τα νύχια του.
Αυτό ίσως φαίνεται πως τράβηξε την προσοχή του ίδιου του Ντελ Τόρο στη νέα, και την πρώτη ταινία τρόμου, του σκηνοθέτη του (meh) «Crazy Heart» και του επίσης meh «Σκοτεινή Πόλη», Σκοτ Κούπερ με τίτλο «Antlers», αναλαμβάνοντας εδώ χρέη παραγωγού σε έναν συνδυασμό μιας πιο ανθρώπινης ιστορίας με το gore και τον τρόμο, όμως με αρκετά μικτά αποτελέσματα.
Η ταινία βασίζεται στη μικρή ιστορία του Νικ Αντόσκα «The Quiet Boy», ο οποίος βοήθησε εδώ και στο σενάριο, όπου σε μια μικρή πόλη του Oρεγκον, μια δασκάλα (Κέρι Ράσελ) και ο αδερφός της (Τζέσι Πλέμονς), ο τοπικός σερίφης, ανακαλύπτουν πως ένας νεαρός μαθητής (Τζέι Τι Κόρμπιτ) κρύβει ένα επικίνδυνο μυστικό με τρομακτικές συνέπειες.
Γνωρίζουμε πως ο Σκοτ Κούπερ ξέρει να κινηματογραφεί ατμοσφαιρικά την καταθλιπτική και γκρίζα Αμερική του σήμερα. Το σκηνικό εδώ είναι ένα μουντό και βροχερό Ορεγκον και μια πόλη, σχεδόν φάντασμα, όπου το πέρασμα της οικονομικής κρίσης έχει αφήσει την ίδια κατεστραμμένη και τους εναπομείναντες κατοίκους της να προσπαθούν να βρουν τρόπους να αντιμετωπίσουν τον τρόμο της επιβίωσης τους, με τα ναρκωτικά να αποτελούν μια καθημερινή μάστιγα. Ενα κλειστοφοβικό καλυμμένο από την ομίχλη πορτρέτο μιας αδιέξοδης εποχής, φωτογραφημένο εκπληκτικά από τον Φλόριαν Χοφμάιστερ.
Στην καρδιά του «Antlers» όμως, χτυπά ένα απρόσμενα σκοτεινό ψυχολογικό δράμα και μια ιδιαίτερα πεσιμιστική ιστορία που συνδυάζει αρκετά σοβαρά θέματα όπως αυτό της ενδοοικογενειακής βίας, της κακοποίησης των παιδιών από τους γονείς και τον εθισμό με τον Κούπερ να τα μεταμορφώνει όλα αυτά σε ένα τέρας που έχει τις ρίζες τους στους μύθους των αυτόχθονων της Αμερικής το οποίο, όταν αποκαλύπτεται σε όλο του μεγαλείο, δείχνει τόσο τρομαχτικά εφιαλτικό όσο και αυτά που αντιπροσωπεύει. Υπάρχουν στιγμές όπου η ψυχική βία που βιώνουν οι χαρακτήρες αποτυπώνεται με έναν ιδιαίτερο και ανατριχιαστικό τρόπο, κάτι που ίσως ο Κούπερ δεν εξερευνά όσο θα έπρεπε μιας και γρήγορα παίρνει κεφάλι η σωματική βία και το gore.
Και η παραβολή δεν σταματάει εκεί, αφού το «Antlers» προσπαθεί να συνδέσει την ιστορία της ταινίας με την σκοτεινή αποικιοκρατική πλευρά της Ιστορίας της Αμερικής. Το αποτέλεσμα μοιάζει υπεραπλουστευμένο, επιφανειακά δοσμένο, συγχέοντας το ταυτόχρονα με το πως ο καπιταλισμός τροφοδοτεί τόσο την απληστία όσο και την ανισότητα συνθλίβοντας έτσι, προγραμματισμένα, μια μεγάλη μερίδα των ανθρώπων της.
Πολλά ετερόκλιτα στοιχεία που συνδέονται κάπως μεταξύ τους αλλά ποτέ δεν μετουσιώνονται σε κάτι το ενδιαφέρον. Το αρκετά βραδυφλεγές σενάριο, ακόμα και όταν φτάνει στο αρκετά πεσιμιστικό του φινάλε, είναι εκείνο που δυστυχώς κρατά πίσω την ταινία, καθώς σε στιγμές φαίνεται σαν να πασχίζει να βρει τον ρυθμό του, με το κοινό να βλέπει αμέτοχο αυτά ακριβώς που γνωρίζει και περιμένει ότι θα συμβούν καθώς οι χαρακτήρες της πέφτουν αρκετές φορές στα κλισέ και στις χαζές επιλογές που μαστίζουν εδώ και χρόνια το είδος.
Το «Antlers» είναι εκείνη η ταινία που προσπαθεί να ξεφύγει από τη πεπατημένη των ταινιών του είδους, για να δώσει μια πιο σκοτεινή και πιο πεσιμιστική ιστορία τρόμου η οποία μπορεί σε στιγμές να αποδεικνύεται αποτελεσματική εικονοκλαστικά με μερικές έξυπνα σχεδιασμένες ιδέες. Κρίμα μόνο που δεν καταφέρνει να το μεταφέρει αυτό και στην ιστορία που θέλει να πει.