Ισως φανεί περίεργο στους περισσότερους να βρεθούν αντιμέτωποι με μια στροφή 180 μοιρών της Marvel, ύστερα από τα αρκετά δραματικά γεγονότα που εξελίχθηκαν στους «Εκδικητές: Ο Πόλεμος της Αιωνιότητας», μειώνοντας το όλο ζοφερό κλίμα της καταστροφής και γυρίζοντας το σε κάτι το πιο ανάλαφρο, παιδικά γοητευτικό και ταυτόχρονα παιχνιδιάρικα διασκεδαστικό με την συνέχεια του «Ant-Man».
Και για τον σκηνοθέτη της Πέιτον Ριντ, το «Ant-Man» δεν έχει να κάνει με επικές μάχες, με το σώσιμο του πλανήτη (ή του γαλαξία), αλλά με πιο γήινες καταστάσεις, όπως το να προσπαθείς να σώσεις την οικογένειά σου (όποια κι αν είναι αυτή) ή να κάνεις την κόρη σου περήφανη. Μπορεί τα στοιχήματα αυτά να δείχνουν αρκετά πιο προσωπικά και λιγότερα διαγαλαξιακά, αλλά ποτέ δεν υπονομεύουν την όποια μάχη προσπαθούν να κερδίσουν οι ήρωές του. Μέσα σε όλη αυτή την ελαφρότητα έχει χτίσει τα θεμέλιά του ο «Ant-Man» από την πρώτη του κιόλας ταινία, και εδώ απλά συνεχίζει επενδύει στην παλιομοδίτική του χαριτωμενιά.
Ολα μοιάζουν κάπως «μία από τα ίδια», αν όχι και λίγο χειρότερα μερικές φορές, με την πρώτη ταινία. Ακόμα και η εισαγωγή της δεν έχει το νεύρο που μας έχουν συνηθίσει άλλες ταινίες του MCU για να μας κεντρίσουν το ενδιαφέρον από το πρώτο κιόλας λεπτό. Το σενάριο πέφτει σε κλισέ και σε αρκετές ευκολίες, ενώ ακόμα και οι σκηνές δράσεις, όσο εφευρετικές και παράλογες κι αν δείχνουν (με περισσότερα μυρμήγκια αυτή την φορά), μοιάζουν να έχουν χάσει κάτι από την βαρύτητα και τον εντυπωσιασμό τους. Μην περιμένετε όμως δράματα και βαρύγδουπες συνδέσεις με τους τελευταίους «Εκδηκιτές», πέρα από μια σκηνή στους τίτλους τέλους. Πλέον ο πήχης που έχει βάλει η Marvel με τις ταινίες της είναι αρκετά ψηλά και ο «Ant-Man» με δυσκολία φαίνεται να τον πιάνει.
Αλλά ο Ριντ ξέρει που (ή μάλλον σε ποιον) θα πρέπει να στηριχτεί, για άλλη μια φορά, για να βγάλει αυτή την αστείρευτη γοητεία με την οποία είχε καταφέρει να κερδίσει το κοινό του την προηγούμενη φορά. Ο Πολ Ραντ κερδίζει ξανά τα εύσημα με την παιδική του γοητεία και την τρυφερή του αμηχανία, κάνοντας τον ήρωα έναν από τους πιο αξιαγάπητους και ταυτόχρονα πιο προσιτούς στο σύμπαν της Marvel. Αλλά για τον Ριντ, η πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η Σφήκα (Εβάντζελιν Λίλι). Το «Ο Αντ-Μαν και η Σφήκα» είναι η δική της ιστορία. Η Λίλι δίνει την αναγκαία πυγμή στην ηρωίδα της και δεν κάνει πίσω ούτε λεπτό.
Στην αντίπερα όχθη, μπορεί ο Μάικλ Πένια να κλέβει την παράσταση στις περισσότερες σκηνές (ειδικά εκείνη με τον ορό της αλήθειας είναι μια από τις πιο απολαυστικότερες στιγμές του), αλλά οι κακοί της υπόθεσης μοιάζουν χάρτινοι και χωρίς περεταίρω ανάπτυξη. Το Φάντασμα δείχνει τόσο μονοδιάστατη και αδιάφορη όσο το σενάριο την θέλει να είναι και ο χαρακτήρας του Γουάλτον Γκόγκινς δείχνει παντελώς περιττός. Τέλος, μπορεί να είναι υπέροχο το να βλέπουμε την Μισέλ Φάιφερ να φοράει το κολάν και να παίζει ξανά σε υπερηρωική ταινία 26 χρόνια μετά την Catwoman στο «Batman Returns», αλλά πέρα από την όποια λάμψη μπορεί να προσφέρει στην ταινία, ο χαρακτήρας της δεν κάνει και πολλά.
Μπορεί το «Ant-Man και η Σφήκα» να μην φέρει το αντίκτυπο των προηγούμενων ταινιών της Marvel, να της λείπει το επικό στοιχείο και να μην επαναπροσδιορίζει (αυτό σίγουρο) τις ταινίες του είδους, αλλά είναι η αναγκαία ανάσα που χρειάζεται το κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel για να ανασυνταχθεί πριν τις επόμενες μάχες του. Και φυσικά αποτελεί την καλύτερη επιλογή για μια από τις πιο ανάλαφρες εξορμήσεις για κάποιο κοντινό θερινό.