Στην ταινία του Σκοτσέζου Τζον ΜακΦέιλ «Η Αννα και η Αποκάλυψη», η Αννα είναι μια τελειόφοιτη λυκείου που σχεδιάζει να αναβάλλει το πανεπιστήμιο για έναν χειμώνα για να ταξιδέψει στην Αυστραλία κόντρα στις αντιρρήσεις του χήρου πατέρα της, και η αποκάλυψη είναι ο μολυσματικός ιός που χτυπά τη μικρή της πόλη μεταμορφώνοντας τους κατοίκους σε αιμοβόρα ζόμπι. Εμμέσως πλην σαφώς, η Αννα είναι η αιχμάλωτη στην κλειστή μικροκοινωνία της μετέφηβη, και η αποκάλυψη που αιφνίδια αντιμετωπίζει η ενηλικίωση, αυτή που η ενήλικη εξουσία θέλει μόνιμα να αναβάλλει για τα βιαστικά τέκνα της.

Στη βάση της μάλλον συνηθισμένης αυτής αλληγορίας, ο ΜακΦέιλ ξεκινά να στήσει ένα ασυνήθιστο αμάλγαμα: εφηβικό ρομάντζο, χριστουγεννιάτικη κομεντί, θρίλερ φρίκης, παρωδία είδους, αλλά και σχολικό μιούζικαλ. Οχι από δική του ιδέα, αλλά των σεναριογράφων και μουσικών Αλαν ΜακΝτόναλντ και Ράιαν ΜακΧένρι, που από χρόνια σχεδίαζαν να διευρύνουν μια μικρού μήκους δουλειά του ΜακΧένρι («Zombie Musical», 2011) σε μεγάλου, μέχρι που ο τελευταίος χάθηκε νεότατος από καρκίνο. Και το σχέδιο ανέλαβε τότε ο ΜακΦέιλ, με πρωτοβουλία του ΜακΝτόναλντ.

Δεν έχουμε δει το πρωτότυπο φιλμάκι, ούτε μπορούμε να ξέρουμε πως θα κατέληγε η επέκτασή του στα χέρια του αρχικού δημιουργού του. Ξέρουμε αυτό που βλέπουμε, και που διαφημίστηκε ως διασταύρωση του «High School Musical» με το «Ξύσιμο των Νεκρών». High ξύσιμο θα το λέγαμε εμείς, έτσι επιπόλαια που τσοντάρει τα είδη στα υποείδη. Μια επιπολαιότητα που πηγάζει από την προσέγγιση των ίδιων των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων, για τον ψυχικό βρασμό των οποίων δεκάρα δε μοιάζει να δίνει ο σκηνοθέτης. Μόνη του έγνοια είναι να αποδελτιώσει –ούτε καν να «πειράξει»-τα κλισέ μέχρι το επόμενο μουσικό ιντερλούδιο.

Η αδιαφορία είναι μεταδοτική. Ομοίως, ούτε για τα άγχη της ομότιτλης ηρωίδας νοιάζεσαι σαν θεατής, ούτε για τον κρυφό έρωτα του κολλητού της, ούτε για την συγκεχυμένη σεξουαλικά φίλη τους, ούτε και την παρέα τους. Κανένα δράμα δεν παίζεται εδώ, μόνο σπλατεριά εν είδη καλαμπουριού και τραγουδιστικά νούμερα για το μελωδικό διάλειμμα. Τα μεν καλαμπούρια παρωχημένα, τα δε νούμερα ενίοτε νόστιμα αλλά άγαρμπα εντεταγμένα στη δράση. Η ανία σπανιότατα διακόπτεται μέχρι να βγουν από το σχολείο όσοι γλίτωσαν το δάγκωμα του νεκροζώντανου, και δεν αποζημιώνεται ούτε με το ανοιχτό (όπως και ο ορίζοντας της ενηλικίωσης) φινάλε.