Βρισκόμαστε στο παραθαλάσσιο Μπράιτον, το 1964. Οι Mods έχουν μόλις κάνει την επιθετική εμφάνισή τους, συγκρούονται με τους δερματοντυμένους ρόκερς και η παραδοσιακή αγγλική κοινωνία θεωρεί ότι αυτοί οι νέοι ευθύνονται για την αύξηση της εγκληματικότητας, την πτώση των ηθών και, γενικά, ό,τι κακό προκύψει. Ο Πίνκι είναι ένας νεαρός μαθητευόμενος γκάνγκστερ, υπερφιλόδοξος και χωρίς αναστολές, αποφασισμένος ν’αποκτήσει τον αποκλειστικό έλεγχο της περιοχής. Οταν ο Πίνκι θα δολοφονήσει εν ψυχρώ ένα πρωτοπαλίκαρο της αντίπαλης συμμορίας, τα καταδικαστικά αποδεικτικά στοιχεία θα πέσουν στα χέρια μιας αθώας, αλαφροΐσκιωτης σερβιτόρας, της Ρόουζ. Ο Πίνκι θα ξεκινήσει ένα μαραθώνιο απελπισίας να γοητεύσει τη Ρόουζ, να την κατακτήσει και να την καταφέρει, ακόμα και με την απειλή της ζωής της, να μην τον καταδώσει.

Ο Ρόουαν Τζόφε, γιος του Ρόλαντ Τζόφε («Η Αποστολή», «The Killing Fields»), αναλαμβάνει ένα υπερφιλόδοξο εγχείρημα. Μεταφέρει στην οθόνη ένα από τα ωραιότερα και σκοτεινότερα μυθιστορήματα του Γκρέιαμ Γκριν. Αλλάζει την εποχή (από τη μεταπολεμική άνθιση της μαφίας του ιπποδρόμου, στην Αγγλία του ’60, όπου τα νιάτα μεταμορφώνονται σε όργανα του διαβόλου), με θαυμάσια αναπαράσταση, που φέρνει αμέσως στο μυαλό το «Quadrophenia».

Αποβάλλει σχεδόν τον έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα του βιβλίου, για να τον αντικαταστήσει με έναν ωμό πόλεμο της σάρκας με την ενοχή. Ανταγωνίζεται την ομότιτλη ταινία του 1947, με τον Ρίτσαρντ Ατένμπορο στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ένα κλασικό νουάρ που αποδίδει πιστά το βιβλίο.

Προκειμένου να τα βγάλει πέρα, ο Τζόφε μοιάζει να επιμένει τόσο πολύ στο να βγει τέλεια η αισθητική του μελοδράματος, με τη νύχτα να καλύπτει τα πάντα με σκιές και το κόκκινο πανοφώρι να λαμπυρίζει πάνω από τον απόκρημνο βράχο, υπό τον ήχο της μεγαλόσχημης μουσικής του Μάρτιν Φιπς, που χάνει την ουσία της ταινίας. Λείπουν οι πολυδιάστατοι χαρακτήρες, το βάθος της ενοχής για μια εποχή που αλλάζει μονάδες μέτρησης της ηθικής και της επιτυχίας, η παράνοια και η αυτοκαταστροφικότητα της φιλοδοξίας.

Στα συν η απολαυστική παρουσία της Ελεν Μίρεν και του Τζον Χερτ που κεντούν τις σκηνές τους, αλλά και η Αντρεα Ράιζμποροου, στον ρόλο-κλειδί της Ρόουζ, που χειρίζεται την τόσο ευάλωτη, οριακά παρανοϊκή ηρωίδα της με τέτοια τρυφερότητα που αμέσως γίνεται συμπαθής.

Κάτι η στυλιζαρισμένη, υπερ-τέλεια εικόνα, κάτι οι ηθοποιοί, κάτι η αγωνία και η συγκίνηση που ούτως ή άλλως προκαλεί το μελόδραμα εξ ορισμού, η ταινία βλέπεται εξαιρετικά ευχάριστα, αν και κάτι μας λέει ότι η πρόθεση του σκηνοθέτη της δεν ήταν ακριβώς αυτή.