Είναι πολύ εύκολο να συγκρίνει κανείς το «Ενα Αγγελικό Πρόσωπο» με το «The Florida Project» του Σον Μπέικερ. Και τα δύο διαδραματίζονται σε μια white-trash πραγματικότητα όπου το φως του ήλιου δεν μπορεί να κρύψει το σκοτάδι στις ψυχές των ηρώων του. Και τα δύο αφορούν τη σχέση ανάμεσα σε μια μάνα και μια κόρη και τους περίπλοκους δεσμούς που περισσότερο τείνουν προς την καταστροφή παρά προς ένα χαρούμενο μέλλον. Και οι δύο ταινίες ωθούν την μικρή πρωταγωνίστρια σε μια απότομη ενηλικίωση, στη σκιά της μητέρας της αλλά κυρίως κάτω από το φως της απουσίας της. Και φυσικά, τόσο το ντεμπούτο της Βανέσα Φιλό όσο και η ταινία του Σον Μπέικερ οικειοποιούνται την ματιά της μικρής τους ηρωίδας για να προσπαθήσουν να ερμηνεύσουν όλα τα γεγονότα μέσα από τον δικό της (ακόμα υπό διαμόρφωση) ηθικό κώδικα.

Εκεί όμως τελειώνουν όλες οι ομοιότητες ανάμεσα στις δύο ταινίες. Το «Ενα Αγγελικό Πρόσωπο» δεν είναι ούτε η παραπλανητικά παστέλ ουτοπία του Σον Μπέικερ αλλά ούτε και η αφήγηση που θα καταφέρει μέσα από τις λεπτομέρειες να χτίσει σταδιακά ένα σύγχρονο ασφυκτικό πορτρέτο του περιθωρίου. Η φωνή και η οπτική της Φιλό είναι παθιασμένη, είναι γεμάτη ενέργεια αλλά είναι και εξαιρετικά προφανής, δίχως οίκτο για την (όποια) μορφή της μάνας αλλά και εξαιρετικά σκληρή απέναντι στην κοινωνία μέσα στην οποία καλείται να μεγαλώσει η μικρή της Ελι.

Κι αν η αρχική σκηνή της ταινίας προσφέρει ένα ανατρεπτικό πορτρέτο «μητρικής αγάπης» με την μητέρα της Ελι να αποζητά την στοργή της κόρης της σαν πληγωμένο παιδί, η συνέχεια της ιστορίας βολεύεται περισσότερο στα λάθη μιας (κατά την αφήγηση) ανεπαρκούς μάνας παρά στην ουσία μιας δραματικής συναισθηματικής απώλειας και όλων των πραγματικών, ουσιαστικών συνεπειών της.

Η Μαρλέν της Μαριόν Κοτιγιάρ είναι μια γυναίκα που δεν ψάχνει δουλειά, που δεν χτίζει το μέλλον, που ζει την κάθε μέρα ευκαιριακά χωρίς να ανησυχεί αν η κάθε πράξη της σήμερα γκρεμίζει το αύριο και που αναζητά με αγωνία σε κάθε σκηνή ένα ποτήρι ή ένα μπουκάλι κρασί, δίχως να θέτει σε προτεραιότητα τις ανάγκες της κόρης της, Ελι. Ακόμα και όταν τρομάζει ότι η κόρη της πρόκειται να πηδήξει από το μπαλκόνι ή ανησυχεί ότι η Πρόνοια πρόκειται τελικά να την απομακρύνει από την κηδεμονία της, οι πράξεις της δείχνουν μια ανευθυνότητα που μαρτυρά όχι απλά ότι δεν είναι κατάλληλη για μητέρα αλλά και ότι αποτελεί πηγή κινδύνου και για την ίδια αλλά και για το παιδί της.

Οταν η Μαρλέν εξαφανίζεται ύστερα από μια ακόμη αποτυχημένη απόπειρα γάμου, η Ελι απομένει μόνη με το φάντασμα της παρουσίας της μητέρας της, με τον απόηχο των

συνηθειών της και με τα πρότυπα συμπεριφοράς που έβλεπε καθημερινά να παγιώνονται μπροστά στα μάτια της. Η Φιλό την παρατηρεί να ανακαλύπτει από την αρχή έναν ενήλικο κόσμο, έναν κόσμο που περιλαμβάνει το ποτό, την απότομη συμπεριφορά και την συνεχή αναζήτηση ενός είδους αγάπης. Η συνέχεια σίγουρα δεν πρόκειται να είναι αγγελικά πλασμένη.

Είναι μια επικίνδυνη, δύσκολη θεματική και η Φιλό τουλάχιστον αποφεύγει τους μελοδραματισμούς αλλά, ατυχώς, μαζί και την ψυχραιμία. Η αφήγησή της μπορεί να είναι ψυχρή αλλά τα επιμέρους επεισόδια προκύπτουν βεβιασμένα και άτσαλα επιτακτικά, χωρίς μάλιστα να καταφέρνουν πάντα να αποφεύγουν τις εγγενείς παγίδες μιας τέτοιας ιστορίας. Η μικρή Ελι έρχεται αντιμέτωπη με το bullying, με τον αλκοολισμό, με τον κίνδυνο της σεξουαλικής παρενόχλησης και με όλη την βία του ενήλικου κόσμου, σε μια ασταμάτητη αλληλουχία γεγονότων που φλερτάρουν με την υπερβολή. Η Φιλό προσθέτει στην ιστορία της ακόμα και το υποκατάστατο της πατρικής φιγούρας, στοιχείο σίγουρα λογικό στο ευρύτερο πλαίσιο της θεματικής αλλά και γεμάτο κλισέ και γενικολογίες, τις οποίες δεν αναιρεί η χαμηλότονη αλλά ουσιαστική ερμηνεία του Αλμπάν Λενουάρ.

Και το πρόβλημα δεν είναι οι προθέσεις της δημιουργού αλλά ο τρόπος που επιλέγει να χειριστεί την ξαφνική ανάγκη ενηλικίωσης της μικρής της ηρωίδας, χωρίς να της δίνει πραγματικά την δυνατότητα να επεξεργαστεί τον συναισθηματικό αντίκτυπο κάθε επίπονου χαστουκιού. Οσο στο πρώτο μέρος της ταινίας μητέρα και κόρη συνυπάρχουν, η Φιλό καταφέρνει να αποτυπώσει μέσα από τα βλέμματά τους την μεταξύ τους επισφαλή σχέση εξάρτησης, ίσως επειδή η μικρή Αιλίν Ακσού – Ετέξ μοιάζει να αντιδρά ιδανικά (και με φυσικότητα) στις ακρότητες της Μαρλέν. Οταν όμως η μητρική φιγούρα εξαφανίζεται, αντί η αφήγησή της να αποκτήσει ορμή, ξαφνικά μοιάζει αμήχανη να επιλέξει προς ποια κατεύθυνση πραγματικά θα κινηθεί, εγκλωβίζοντας την ιστορία της σε γνώριμες σκηνές από πολλαπλές άλλες κινηματογραφικές αναφορές και, ταυτόχρονα, αφήνοντας την μικρή ηρωίδα έκθετη σε προκαθορισμένες αντιδράσεις αμφίβολης αποτελεσματικότητας.

Ανάμεσα σε όλα αυτά, η ερμηνεία της Μαριόν Κοτιγιάρ είναι όντως πιο περιεκτική από τον χαρακτήρα που καλείται να ερμηνεύσει, καταφέρνοντας μέσα από τις κινήσεις και το βλέμμα της να αποτυπώσει έναν άνθρωπο σε διαρκή limbo, που δρα μόνο αντανακλαστικά και χωρίς συναίσθηση των πράξεών του. Ατυχώς το σενάριο δεν της δίνει την ευκαιρία να εξερευνήσει πραγματικά την σχέση με την κόρη της παρά αρκείται στην ικανότητα της ηθοποιού να αλλοιώνει την εικόνα της, προσφέροντας μια έντονα διαφορετική εναλλακτική στην γοητευτική παρουσία που συνήθως (αλλά όχι αποκλειστικά) εκδηλώνει στην μεγάλη οθόνη.

Ταιριαστά, η Φιλό στο τέλος αρνείται να παρουσιάσει ένα ψευδές καθησυχαστικό φινάλε παρά ελπίζει η συνέχεια να είναι απλά διαφορετική από όλα όσα χαρακτήρισαν τις ηρωίδες της κατά την διάρκεια του φιλμ. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό λειτουργεί και ως ιδανική μεταφορά για την ίδια. Το «Ενα Αγγελικό Πρόσωπο» μαρτυρά το πάθος και την όρεξη ενός νέου δημιουργού, με όλα τα λάθη και τις αστοχίες της απειρίας. Μακάρι το μέλλον να καταφέρει να αξιοποιήσει όλα αυτά τα ηχηρά και γεμάτα ενέργεια στοιχεία σε μια αφήγηση που θα τιθασεύσει την ορμή της πάνω σε πιο στέρεες αφηγηματικές και συναισθηματικές βάσεις.