Ιδια είναι τ' αφεντικά, δεξιά κι αριστερά, μοιάζει να λέει η πρωτοεμφανιζόμενη στην καρέκλα του σκηνοθέτη, διευθύντρια φωτογραφίας, Γερμανίδα Γιούλια φον Χάιντς, με την πολιτική ταινία της που έκανε επίσημη παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας και ελληνική στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Κεντρική ηρωίδα είναι η Λουίζα, όμορφη, φυσική, παθιασμένη, καθρέφτισμα πολλών νέων ανθρώπων σ' όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα. Η Λουίζα γυρίζει (ελαφρώς, μόνο) την πλάτη στην «καλή οικογένεια» από την οποία προέρχεται, εκείνη που απολαμβάνει το κυνήγι και τα πλούσια τραπεζώματα, μπαίνει στην antifa κι εγκαθίσταται σ' ένα κοινόβιο ακτιβιστών που προσπαθούν να καταπολεμήσουν τους ανερχόμενους νεοναζί. Φοιτήτρια νομικής, μυαλό που προσπαθεί ν' αναζητήσει το δίκαιο, το νόμιμο, το ορθό πριν παρασυρθεί από την... αγέλη, παρασύρεται, ωστόσο, από τον απόλυτο Αλφα (σε μια μάλλον προφανή επιλογή ονόματος του ήρωα) αλλά κι από τον στοχαστικό, κυνικό Ντίτερ και καλείται ν' αποφασίσει: η βία δικαιολογεί τη βία; Δικαιούται κανείς να πολεμήσει με κάθε τρόπο εκείνο που ξέρει ότι απειλεί τη δημοκρατία;
Στην ταινία της, η φον Χάιντς ακολουθεί μια κοσμοθεωρία μάλλον... εξισορροπιστική από την ανάποδη. Η εξουσία διαφθείρει, ακόμα και σε μια οργάνωση κατά της διαφθοράς. Και το πηγαίο ένστικτο του δικαίου είναι εκείνο που οφείλει να πολεμήσει δυνατότερα απ' όλα. Αν αυτό είναι το μήνυμά της (συζητήσιμο, έτσι κι αλλιώς, σε μια εποχή όπου, ενδεχομένως, ο ακτιβισμός χρειάζεται υποστήριξη περισσότερο παρά κριτική), η φον Χάιντς το στέλνει με αγγελιοφόρο την πανέμορφη, δροσερή, ακέραια Λουίζα της Μάλα Εμντε, με συγκεντρώσεις και τρεχάλες με την κάμερα στο χέρι, με μια ορμή νεανική, ρομαντική, σεξουαλική, με την αίσθηση του κατεπείγοντος που εκφράζει τη νιότη. Κι αυτή είναι η επαναστατική δύναμη της ταινίας, η φρεσκάδα κι ενέργειά της, αν όχι ο υπερβολικά μετρημένος πολιτικός λόγος της.