Η Αμελί ήταν ένα μικρό κοριτσάκι που μεγάλωσε παράξενα: υπερπροστατευμένη από τους ούτως ή άλλως εσωστρεφείς γονείς της, επειδή από λάθος πίστευαν ότι είχε αδύναμη καρδιά, δεν έκανε φίλους, ούτε εκδρομές. Μεγάλωσε μόνη της, μέσα στο δικό της, δημιουργικό φαντασιακό κόσμο. Ενήλικη πια, η Αμελί ζει στην καρδιά του Παρισιού, στη Μονμάρτη, μόνη μέσα στην πολύβουη γειτονιά της. Δεν έχει φίλους, ούτε φλερτ, παρότι απολαμβάνει να κρυφοκοιτάζει τις ζωές των διπλανών της, αντί να γεμίζει με εμπειρίες τη δική της. Παρασυρμένη από τον ξαφνικό θάνατο της Πριγκίπισσας Νταϊάνα, εκείνης που, όπως πάει το παραμύθι, σκόρπιζε γενναιόδωρα καλοσύνη γύρω της, η Αμελί αποφασίζει να βρει τρόπους να χαρίσει ευτυχία στους γείτονές της. Ταυτόχρονα, θα προσπαθήσει ν’ αποκωδικοποιήσει το μυστήριο του αντρός που φωτογραφίζεται σε photo booths σε κάθε σημείο του Παρισιού και, κάπου στην πορεία, θα βρει τον έρωτα.
Η «Αμελί» έσκασε στις οθόνες την πρώτη χρονιά της νέας χιλιετίας, εκείνης που ήταν γεμάτη άγχος για το μέλλον, νοσταλγία για την ασφάλεια του παρελθόντος και το ζεστό σπιτικό φαγητό. Ηταν ένας καλλιτεχνικός κι εμπορικός θρίαμβος – ξεπέρασε τα 170 εκ. δολάρια σε εισπράξεις μόνο από το σινεμά, μόνο τον πρώτο χρόνο προβολής της κι έφτασε να είναι υποψήφια για 5 Οσκαρ – που μεταμορφώθηκε σε pop φαινόμενο και σε βιωματικό έργο τέχνης. Μάς σύστησε την Οντρέ Τοτού (ποτέ δεν ξαναήταν τόσο ακαταμάχητη ή ενδιαφέρουσα), τη μουσική του Γιαν Τιρσέν, το πώς είναι να φοράς φραμπουάζ στα δάχτυλά σου, ή να σπας με το κουτάλι τη σκληρή καραμέλα στην crème brûlée. Η ίδια της αυτή η επιτυχία λειτούργησε και ως μπούμερανγκ: ο καθολικός ενθουσιασμός εκνεύρισε μερίδα του κοινού, η καρδιά της ταινίας φάνηκε γλυκερή, υπερβολικά αισιόδοξη, η φαντασία της μπέρδεψε με την επιτήδευση.
Μια δεκαετία και κάτι μετά, όταν η ανασφάλεια για τη νέα χιλιετία έχει αντικατασταθεί με… την ανασφάλεια για τον επόμενο μήνα, η ταινία έχει αλλάξει προφίλ, όπως συνηθίζουν τα ιδιαίτερα κινηματογραφικά έργα. Τώρα είναι η ιστορία για μια ηρωίδα που φοβάται να ζήσει, που χρησιμοποιεί τις καλές πράξεις ως μέσο αναγνώρισης, που τρομάζει με την πραγματικότητα και προτιμά να ζει σ’ ένα μυστήριο δικής της δημιουργίας. Η Αμελί, μπορεί να έχει μια αξιολάτρευτη ευαισθησία για τους πιο παράξενους ανθρώπους που συναντά, αλλά δεν παύει να είναι μια μικρή ανέραστη κουτσομπόλα που παρεμβαίνει στις ζωές των άλλων με κίνητρα αποκλειστικά εγωιστικά.
Ταυτόχρονα, είναι ένα φιλμ, πράγματι γλυκό και καλοσυνάτο, αλλά με ξεκάθαρη τη μαύρη φλέβα του σκηνοθέτη της, ένα σκοτεινό παραμύθι φαντασίας όχι μακριά από το σύμπαν του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, όπου ο θάνατος είναι πιο οικείος από τη ζωή. Ο πλούτος της είναι αφάνταστος – η ταινία έχει τα πάντα, από πειραγμένη φωτογραφία, ειδικά εφέ, animation, σκηνές γυρισμένες μόνο για μικρή αφήγηση, όπως η ιστορία των 15 οργασμών, σκηνές όπου η ηρωίδα μιλά απροκάλυπτα στην κάμερα – μόνο που αυτή η εξαντλητική προσοχή στη λεπτομέρεια, όπου τα πάντα πρέπει να είναι quirky και ξεχωριστά, είναι ενσωματωμένη σ’ ένα αρμονικό, πανέμορφο σύμπαν όπου τίποτα δεν ξεφεύγει και τίποτε δεν πηγαίνει αναξιοποίητο. Με την αγάπη της για το ρετρό, το διαφορετικό, το αντισυμβατικό, το εσωστρεφές, η «Αμελί» είναι η απόλυτη hipster ταινία πριν καν δημιουργηθεί η τάση.
Μπορεί η επανέκδοση της ταινίας να έρχεται ως έκπληξη, μια και ούτε ιδιαίτερα παλιά είναι, ούτε κουρασμένη από το χρόνο, ούτε σπάνια και το (ενήλικο, έστω) κοινό την έχει ήδη δει τουλάχιστον μία φορά. Είναι όμως, αν μη τι άλλο, μια ευκαιρία επανεκτίμησης, απελευθερωμένης από την «αντι-μόδα» που δημιούργησε η μεγάλη της επιτυχία. Σα μια ευκαιρία να συναντήσουμε στην οθόνη το μεγαλείο του Ζαν-Πιερ Ζενέ, τον άνθρωπο που έχει τη δυνατότητα να κάνει σινεμά ό,τι μαγικό έχει περάσει απ’ το κεφάλι μας. Στην ταινία οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται με τρόπο απλό: απ’ ό,τι τους αρέσει κι ό,τι δεν τους αρέσει. Σ’ αυτόν εδώ τον άνθρωπο αρέσει το καλοκαίρι και η «Αμελί».