Ο Σιμόν και η Λίσα είναι τρελά ερωτευμένοι. Με αυτόν τον έρωτα που σε κάνει να νιώθεις άτρωτος, βασιλιάς της υφηλίου, ικανός για τα πάντα, όχι θνητός. Κολημμένοι ο ένας πάνω στον άλλον θα ζήσουν λίγες αλλά κοσμογονικές στιγμές ευτυχίας, σίγουροι πως δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που μπορεί να τους χωρίσει. Σε ένα γύρισμα της τύχης όμως, θα θα γίνουν μάρτυρες του θανάτου ενός αγνώστου από υπερβολική δόση με τον Σιμόν να έχει προμηθεύσει την παράνομη ουσία και άρα νούμερο ένα ύποπτο για την αστυνομία. Η απόφαση τους θα είναι σκληρή, απάνθρωπη αλλά η μοναδική που μπορεί να κρατήσει και τους δύο ζωντανούς. Ο Σιμόν θα πρέπει να εξαφανιστεί και να μην ξαναβρεθούν ποτέ. Τουλάχιστον μέχρι να νιώσουν ασφαλείς.

Τα χρόνια περνούν και η Λίσα έχει παντρευτεί τον Λεόν, έναν άντρα που την αγαπάει, αλλά το πάθος έχει δώσει τη θέση του σε μια άνετη, πλούσια ζωή, μακριά από το περιθώριο και τον μικρόκοσμο της παρανομίας στον οποίο ζούσε με τον Σιμόν. Τη συναντούμε σε ένα θέρετρο στον Ινδικό Ωκεανό, θλιμμένη κούκλα που ζει μέσα στο κουτί μιας σύμβασης, μέχρι που ακόμη ένα γύρισμα της τύχης θα την φέρει ξανά μπροστά στον Σιμόν, ο οποίος εργάζεται στο ξενοδοχείο, έχοντας ξεκινήσει μια νέα ζωή μακριά από το σκοτεινό του παρελθόν.

Η Νικόλ Γκαρσιά γνωρίζει καλά από ήρωες που παροξυσμικά τολμούν να αγγίξουν τα όρια τους. Το έκανε με πολύ επιτυχία το 2002 - στην σχεδόν καλύτερη και πιο διάσημη ταινία της ως σκηνοθέτης - τον «Αντίζηλο» με τον Ντανιέλ Οτέιγ στην ιστορία ενός άντρα που υποκρίνεται ότι συνεχίζει τη ζωή του κανονικά ενώ έχει απολυθεί από τη δουλειά του, αλλά και απείρως πιο επιφανειακά και μελοδραματικά στην πιο πρόσφατη ταινία της, το «Ολα Όσα Αγαπήσαμε» του 2016 με την Μάριον Κοτιγιάρ και τον Λουί Γκαρέλ στην ιστορία μιας γυναίκας που αναζητά τη σεξουαλική της χειραφέτηση με κάθε τρόπο.

Στους «Εραστές» η πυξίδα δείχνει συνεχώς το σωστό δρόμο ενός καλογυαλισμένου, σκοτεινού όταν πρέπει αλλά και φωτεινού κόντρα στις συμβάσεις του είδους νεο-νουάρ, όπου με κέντρο την Λίσα, η Γκαρσιά περιστρέφεται στις ιλιγγιώδεις, απρόβλεπτες και συχνά επικίνδυνες διαδρομές που «επιβάλλει» ένα ερωτικό τρίγωνο. Με κομψότητα και σχετική τόλμη στην αντιστροφή της έννοιας της femme fatale αλλά και των στερεοτυπικών καλών και κακών, το φιλμ ξεκινάει δυναμικά και με την υπόσχεση ενός ερωτικού θρίλερ που θα εκτροχιασεί, στο δεύτερο μέρος όμως προδίδεται υπερβολικά από την ροπή στην ψυχολογική ανάλυση των ηρώων και στη διαρκή αίσθηση πως όσο κατεβαίνει η ένταση - ίδιον των ταινιών της Γκαρσιά - τόσο το δράμα γίνεται αδιάφορο.

Οι τρεις λαμπεροί πρωταγωνιστές - ο χαμαιλέων Πιερ Νινέ, η πάντα λειτουργική (αν και ποτέ εκστατική) Στέισι Μάρτιν και ο «ογκώδης» (με την καλή έννοια) Μπενουά Μαζιμέλ - προσπαθούν να συγχρονιστούν, αλλά τελικά νιώθεις ότι παίζουν σε τρεις διαφορετικές ταινίες, ενώ τόσο το εξωτικό, ερωτικό σκηνικό του Ινδικού Ωκεανού (σε αντίθεση με το νευρικό Παρίσι του πρώτου μέρους και την άκαμπτη Γενεύη του τρίτου) όσο και οι σκηνές σεξ που λείπουν από το σινεμά σήμερα, δεν καταφέρνουν να ξυπνήσουν ένστικτα στον θεατή. Αντίθετα, η αμφισημία ενός γυναικείου ρόλου που βρίσκεται στο μεταίχμιο μιας «ανδρικής» ματιάς και μιας μεταμοντέρνας χειραφέτησης, αφαιρεί από το φιλμ δυναμισμό, ένταση και μια ανανεωτική ματιά πάνω σε μια γνώριμη ιστορία.