Φιλοδοξώντας να γυρίσουν μια ταινία για τον Χριστόφορο Κολόμβο, που να πηγαίνει πέρα από το μύθο του εξερευνητή και να αποκαλύπτει τη ληστρική του συμπεριφορά απέναντι στη Λατινική Αμερική και τους κατοίκους της, ένας σκηνοθέτης κι ο παραγωγός του φτάνουν στην Βολιβία για να ανακαλύψουν πως όχι μόνο η φτώχεια εξακολουθεί να μαστίζει τη χώρα, αλλά ότι ακόμη και σήμερα, ο πλούτος της ηπείρου, στην προκειμένη περίπτωση το νερό, βρίσκονται στα χέρια ξένων, που αντί για κατακτητές έρχονται πια με τη μορφή των πολυεθνικών.

Το να κάνεις μια ταινία -ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα που αν μη τι άλλο χρειάζεται κάμποσα χρήματα για να ολοκληρωθεί-, προκειμένου να μιλήσεις για την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση του αναπτυσσόμενου κόσμου από τη Δύση και τη φτώχεια, μοιάζει με κάτι που αναμφίβολα μπορεί σε φέρνει αντιμέτωπο με μια σειρά από ηθικά προβλήματα. Το σενάριο του Πολ Λάβερτι, συνεργάτη του Κεν Λόουτς σε ταινίες όπως ο «Ανεμος Χορεύει το Κριθάρι» ή ο «Ιρλανδέζικος Δρόμος» όμως, όχι μόνο δεν αγνοεί την ανακολουθία του να ξοδεύεις εκατομμύρια στιγματίζοντας τις μεθόδους που οδηγούν εκατομμύρια ανθρώπους στην εξαθλίωση, αλλά τη μεταμορφώνει σε βασικό σημείο της διαλογικής της ταινίας.

Παίρνοντας σαν αφορμή μια σειρά από ταραχές που οδήγησαν το 2000 τη Βολιβία στα πρόθυρα του χάους με αφορμή την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του νερού από μια ιδιωτική εταιρία δυτικών συμφερόντων, το σενάριο του Λάβερτι δομεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα για την κυκλική ροή της ιστορίας και για τον τρόπο που η τύχη των ανίσχυρων, σπάνια αλλάζει ακόμη κι αν αλλάζουν οι εποχές.

Ο σκηνοθέτης του Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ μπορεί να είναι ένας ιδεολόγος καλλιτέχνης που να θέλει να φέρει στο φως τη λιγότερο γοητευτική πλευρά του «ανθρώπου που ανακάλυψε την Αμερική», ελάχιστες αντιρρήσεις όμως έχει στην πρόταση του παραγωγού του να κάνουν τα γυρίσματα στη Βολιβία (εφόσον «όλοι οι ινδιάνοι είναι ίδιοι»), όπου το χαμηλό βιοτικό επίπεδο θα τους επιτρέψει να έχουν όσους κομπάρσους χρειάζονται με μόλις δυο δολάρια την ημέρα το κεφάλι. Με τον ίδιο τρόπο οι ηθοποιοί του, στην πλειοψηφία τους μπορεί να συζητούν εις βάθος τα κίνητρα και την ηθική στάση των ιστορικών προσώπων που υποδύονται, όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα όμως, και οι ταραχές απειλήσουν την καλοβαλμένη ύπαρξή τους, προτιμούν να το σκάσουν πίσω στη δύση.

Από την άλλη, με καταλύτη έναν ντόπιο που επιλέγεται να υποδυθεί τον αρχηγό της αντίστασης απέναντι στο στρατό του Κολόμβου και που στο παρόν βρίσκεται επικεφαλής της ομάδας που ζητά την απελευθέρωση των νερών της περιοχής, ο κυνικός παραγωγός ανακαλύπτει (ίσως λίγο πιο εύκολα απ' όσο θα έπρεπε), πως υπάρχει και μια διαφορετική οπτική γωνία προς την πραγματικότητα, κι ότι η θέα από εκεί δεν είναι τόσο όμορφη, όσο είναι συνήθως στις ταινίες.

Μπορεί τα φιλμ που τοποθετούν κινηματογραφικά γυρίσματα ως βασικό συστατικό της πλοκής τους, να είναι συχνά περισσότερο αυτοαναφορικά απ' όσο χρειάζεται, και μια ταινία που θέλει να υφάνει τόσες διαφορετικές γραμμές και ιδέες στην πλοκή της να μοιάζει εύκολο να καταλήξει ένας μπερδεμένος κόμπος, όμως το χέρι της Ισιάρ Μπολέιν παραμένει σταθερό ως το τέλος και η κινηματογραφική της γλώσσα συναρπαστική.

Με τα πλάνα του φιλμ για τον Κολόμβο να είναι γεμάτα δύναμη ακόμη κι αν ξέρεις (δυο φορές) ότι πρόκειται για αναπαράσταση, και τις οδομαχίες στους δρόμους να μοιάζουν πέρα για πέρα αληθινές, το παρόν και το παρελθόν, η πραγματικότητα των ξένων και των ντόπιων, οι δύο διαφορετικοί κόσμοι τους, βρίσκουν ίσο χώρο στα πλάνα του φιλμ, συνδέονται με γραμμές που αν και εύκολα διακριτές, παραμένουν διακριτικές.

Μοναδικό στραβοπάτημα, τα τελευταία είκοσι περίπου λεπτά, όταν οι κανόνες του σινεμά απαιτούν κορύφωση, η οποία έρχεται με μερικές κορώνες συναισθήματος που ακούγονται πιο δυνατά απ' ό,τι θα έπρεπε. Ακόμη κι έτσι όμως, στο χρόνο που είχε μεσολαβήσει από την άφιξή σου στους πίσω δρόμους της επαρχιακής Βολιβίας μέχρι την έξοδό σου από την αίθουσα, έχεις προφτάσει να πιστέψεις τους ήρωες και τα ηθικά τους σκαμπανεβάσματα, έχεις βυθιστεί στον κόσμο και τις ζωές τους τόσο, ώστε ακόμη κι αν το μυαλό υψώνει κάποιες αντιρρήσεις, η καρδιά είναι πρόθυμη να τις προσπεράσει.