Λίγο πριν τις αρχές του 20ου αιώνα, μια πατέντα φακών που επιτρέπουν με ακρίβεια τη σκοποβολή σε πολύ μακρινές αποστάσεις, θα προκαλέσει αναταραχή στην επιστημονική - και όχι μόνο - κοινότητα. Κατά τη διάρκεια δειγματισμού των νέων όπλων που έχουν προσαρμοσμένους αυτούς τους φακούς από τον Ισπανό Αρτούρ Πρατς (Σέρζι Ματέου), σε Γερμανούς πιθανούς αγοραστές, η νεαρή τότε Χοάνα, θα εκδηλώσει τα πρώτα συμπτώματα μιας ασθένειας που κανείς μέχρι τότε δεν γνώριζε.

Τα χρόνια περνούν και η Χοάνα Πρατς (Μπάρμπαρα Χουενάγα) επίσημα πια, πάσχει από αγνωσία, μια παράξενη νευροψυχολογική ασθένεια που επηρεάζει την αντίληψη. Τα μάτια και τα αυτιά της είναι σε άριστη κατάσταση, όμως ο εγκέφαλος της δεν μπορεί να ερμηνεύσει τα ερεθίσματα που λαμβάνει μέσω αυτών. Η επιστημονική κοινότητα δεν μπορεί να αποφανθεί ούτε την πηγή της ασθένειας, ούτε όμως να προτείνει και κάποια πιθανή θεραπεία .Ένας επιστήμονας που αναγνωρίζει τα συμπτώματα, προτείνει ένα πείραμα, προκειμένου να πλησιάσει περισσότερο τη θεραπεία. Προτείνει τον εγκλεισμό της σ’ ένα δωμάτιο με σκοπό να αποφύγει η Χοάνα τους εξωγενείς προσδιορισμούς τόπου και χρόνου, θέλοντας να την επαναφέρει στην κατάσταση που ήταν πριν το ατύχημα. Η πρόθεση του είναι όμως τόσο αθώα και στόχος είναι μόνο η βελτίωση της υγείας της;

Ο απρόσμενος θάνατος του Αρτούρ, θα βρει την Χοάνα μόνη και απροστάτευτη σ’ ένα περιβάλλον που ενώ δεν δείχνει εχθρικό, ενδέχεται να θέλει το κακό της. Ως η μόνη που ξέρει το βιομηχανικό μυστικό που άφησε πίσω του ο πατέρα της, η αινιγματική νεαρή κοπέλα θα γίνει το θύμα ενός απειλητικού σχεδίου, που σκοπό έχει να αποσπαστούν πληροφορίες μέσα από τις συγχυσμένες της αισθήσεις. Ο Κάρλες Λαρδίν (Εδουάρδο Νοριέγα) το δεξί χέρι του πατέρα της και αρραβωνιαστικός της, καθώς και ο Βίσεντ (Φέλιξ Γκόμεθ), ένας παρορμητικός υπάλληλος που εργάζεται κι αυτός στο μέγαρο Πρατς, θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην έκβαση της ιστορίας.

Μια ταινία της οποίας οι φιλοδοξίες ξεπερνούν κατά πολύ το τελικό αποτέλεσμα, αλλά της οποίας η αισθητική και οι εικόνες σε αποζημιώνουν με το παραπάνω, η «Αγνωσία» μοιάζει να δανείζεται υλικά από μια σειρά από διαφορετικές πηγές κι ακόμη κι αν τα χρησιμοποιεί με ενδιαφέροντα τρόπο δυσκολεύεται να τα εντάξει σε ένα όλο που να ξεπερνά ο άθροισμα των μερών του. Από τη μια ταινία εποχής, με στοιχεία (βιομηχανικού) κατασκοπικού θρίλερ. Από την άλλη ρομάντζο με goth αποχρώσεις και νότες από τα σκοτεινά παραμύθια του πρώιμου Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, το φιλμ του Εουχένιο Μίρα κεντρίζει συνεχώς το ενδιαφέρον. Κυρίως όμως με την άψογη αισθητική του και τον αλλόκοτο, φασματικο κόσμο που χτίζει, παρά με την ιστορία του που ακόμη κι αν κατορθώνει να σε εμπλέκει στην πλοκή της, δεν παύει να μοιάζει σαν ένα ακόμη εύρημα για να δικαιολογήσει το φιλμ μια σειρά από εικόνες που είναι ο αληθινός λόγος της ύπαρξής του.

Ο Μίρα έχει αναμφίβολα ταλέντο στην δημιουργία αξιομνημόνευτων πλάνων, ενός κόσμου που δείχνει να μετατοπίζει τον άξονα της πραγματικότητας μερικές μοίρες, δημιουργώντας κάτι αλλόκοτα ενδιαφέρον, άχρονο κι απόκοσμο κι έχει μια σκηνοθετική ματιά που τον κατατάσσει αυτόματα σε μια κατηγορία δημιουργών που οφείλεις να προσέξεις. Μόνο που μια αληθινά σπουδαία ταινία χτίζεται με κάτι παραπάνω από ένα υπέροχο αισθητικά κέλυφος, κι εδώ, όσο όμορφη και σαγηνευτική κι αν είναι η επιφάνεια, στο κέντρο της ιστορίας θα χρειαζόταν κάτι παραπάνω από μια απλή αφορμή ή μια μόνο ιδέα για να στηρίξει το οικοδόμημα της «Αγνωσίας» και να το αναδείξει σε κάτι παραπάνω από ένα πανέμορφο παράδοξο.