Η Μέρι κάθε απόγευμα περπατά μέχρι την άκρη τους και κοιτά τη θάλασσα. Οι Λευκοί Γκρεμοί στο Ντόβερ τής αποκαλύπτουν μία θέα-βάλσαμο: τα πλοία που ταξιδεύουν στον ορίζοντα. Σ' ένα από αυτά κι ο ναυτικός σύζυγός της, ο Αχμέντ, ο οποίος κάθε μέρα επίσης τής στέλνει μήνυμα πότε επιστρέφει. Μέχρι που μια μέρα δε θα επιστρέψει. Πεθαίνει ξαφνικά και η Μέρι μένει μόνη. Μια κοπέλα που παντρεύτηκε τον παιδικό της έρωτα, απαρνήθηκε τους δικούς της, αλλαξοπίστησε κι έγινε μουσουλμάνα, πάλεψε να γίνει αποδεκτή στην οικογένεια και την κοινότητά του, και τώρα απέμεινε μόνη. Μόνη μέσα στη ζωή που έχτισαν μαζί τόσα χρόνια. Κάτω από το μαντήλι που φόρεσε πιστά ως μοναδική της ταυτότητα. Συνεχίζει να προσεύχεται στον Αλλάχ. Συνεχίζει τις βόλτες της στους Λευκούς Γκρεμούς. Συνεχίζει να ακούει το τελευταίο ηχητικό μήνυμα του Αχμέντ. «Είσαι μάλλον στους γκρεμούς σου. Πρόσεξε μην πέσεις. Επιστρέφω και σ' αγαπώ». Η Μέρι θα πέσει. Οχι κυριολεκτικά, αλλά ουσιαστικά. Κι όχι μόνο γιατί μετά την αγάπη, ακολουθεί μεγάλος πόνος. Αλλά και γιατί την περιμένει ένα τεράστιο γκρέμισμα: στο τηλέφωνο του Αχμέντ ανακαλύπτει μηνύματα. Μιας άλλης γυναίκας, μιας Γαλλίδας που ζει απέναντι από τους Λευκούς Γκρεμούς, στο Καλέ. Κι όταν η Μέρι θα διασχίσει θάλασσες, έξω και μέσα της, για να συναντήσει την ερωμένη του άντρα της, οι αποκαλύψεις θα συνεχιστούν. Οπως και τα γκρεμίσματα σε περισσότερες σκληρές αλήθειες.

Τι κάνει κανείς για την αγάπη, πόσο μετέωρος σε μια ζωή κενή, σ' έναν γκρεμό, όταν τη χάσει; Πόσο προδομένος νιώθει, όταν η αγάπη τον έχει προδώσει; Πόσο ακόμα πιο κενός; Αγαπήθηκε ποτέ ή ήταν όλα μια απάτη; Η Τζοάνα Σκάνλαν ερμηνεύει την Μέρι βουβά, λαβωμένα, με ευάλωτη δύναμη. Το εκφραστικό της πρόσωπο πλαισιώνεται ακόμα πιο δραματικά από το χιτζάμπ. Δυο έκπληκτα, πονεμένα μάτια, παγιδευμένα σε όσα θέλουν κι όσα φοβούνται να ανακαλύψουν. Ενα παρατημένο σώμα, κρυμμένο κάτω από την πακιστανική φορεσιά που θα το κοιτάξει σε μία καταπληκτική σκηνή στον καθρέφτη γυμνό – πόντο πόντο, ραγάδα ραγάδα. Κάπου εκεί θα κρύβεται η αλήθεια γιατί ο άντρας της έψαξε κάτι άλλο. Η Σκάνλαν γλιστρά κάτω από το δέρμα της ηρωίδας της με τη γενναιοδωρία που και η Μέρι κάποτε έβγαλε το πραγματικό της δέρμα και το έδωσε δώρο στον Αχμέντ.

Και παρόλο που η ερμηνεία της θα άξιζε το Οσκαρ Α Γυναικείου, δεν είναι εκείνη το μόνο διαμάντι της ταινίας. O Αλίμ Καν γράφει και σκηνοθετεί με μία ωριμότητα που δεν περιμένεις από ντεμπούτο. Οι φωτοσκιάσεις όλων των παραμέτρων που θίγει, εξαιρετικά λεπτές: διαφορετικοί πολιτισμοί, διαφορετικές αντιλήψεις, διαφορετικές ταυτότητες, διαφορετικές θυσίες. Ολοι οι ήρωες κοιτούν τη θέα της ζωής από τους δικούς τους γκρεμούς.

Κι όταν το σενάριο είναι τόσο καλογραμμένο, όταν ο σκηνοθέτης δεν κρίνει αλλά κατανοεί, αναδύονται όχι όσα μάς χωρίζουν, αλλά όσα μάς ενώνουν. Μια ανθρωπιά που τρυπά τα βλέμματα, τρυπά και την καρδιά σου. Μια ταινία που σε κάνει να μην μπορείς/θέλεις να πάρεις θέση, αλλά να σηκωθείς από τη θέση σου, να τρυπήσεις την οθόνη και να τους πάρεις όλους μια σφιχτή αγκαλιά.

Με σωστούς ή λάθος τρόπους όλοι την αγάπη ψάχνουμε. Πέφτουμε και ξαναπέφτουμε από γκρεμούς και συνεχίζουμε.