Μετά το χτύπημα του πιο φονικού τυφώνα στην ιστορία του Ειρηνικού ωκεανού, η Τάμι ξυπνά στη μέση της θάλασσας για να βρει τον αρραβωνιαστικό της άσχημα τραυματισμένο και το ιστιοφόρο τους κατεστραμμένο. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να επικοινωνήσει με κάποιον ή να βγει από τον ωκεανό, καθώς το πλησιέστερο λιμάνι είναι 1.500 μίλια μακριά. Με τον χρόνο να την κυνηγά και τις μνήμες του δυστυχήματος να δυναμώνουν, η Τάμι πρέπει να βρει γρήγορα ένα τρόπο για να σώσει τον εαυτό της και τον άνδρα που αγαπά.
Η ταινία ξεκινάει με ένα πλάνο όπου η ηρεμία του σκοτεινού βυθού του ωκεανού διαταράσσεται από την βύθιση διαφόρων τροφίμων, προσωπικών πραγμάτων και κιβωτίων από κάπου από την επιφάνειά του.
Καθώς η κάμερα σιγά-σιγά αρχίζει να ανεβαίνει, γρήγορα καταλήγει στο κλειστοφοβικό και πλημμυρισμένο αμπάρι ενός ιστιοφόρου, όπου βρίσκουμε μια νεαρή γυναίκα σοβαρά τραυματισμένη και σε λιπόθυμη κατάσταση, η οποία όμως σχεδόν αμέσως βρίσκει τις αισθήσεις της και αρχίζει να δείχνει πανικόβλητη. Η κάμερα δεν σταματά λεπτό να κινείται καθώς την ακολουθεί να προσπαθεί να βγει έξω, φωνάζοντας ταυτόχρονα το όνομα ενός άντρα, χωρίς όμως να παίρνει καμία απάντηση. Και όταν καταφέρνει επιτέλους να βγει έξω, το πλάνο ανοίγει για να μας δείξει όχι μόνο το μέγεθος της καταστροφής, αλλά και το ότι βρισκόμαστε στην μέση ενός ωκεανού.
Με αυτό το μονοπλάνο, ο σκηνοθέτης Μπαλτάζαρ Κορμάκουρ επιστρέφει στο αγαπημένο του στοιχείο, την θάλασσα (θυμηθείτε το «The Deep» του 2014), μετά το χιονισμένο και άκρως επικίνδυνο «Εβερεστ», σε ακόμη μια συναρπαστική ιστορία επιβίωσης στα αφιλόξενα νερά του ωκεανού.
Στην ουσία όμως το «Μετά την Καταιγίδα», παρά τις επίμονες προσπάθειες του δημιουργού του να πείσει για κάτι άλλο, είναι ένα υποτυπώδες love story μεταξύ δυο νέων ανθρώπων με την θάλασσα να παραλληλίζεται αμέσως με την σχέση τους, με το πόσο ήρεμη δείχνει στην αρχή και πόσο τρικυμιώδης γίνεται καθώς πλησιάζει το τέλος, όποιο κι αν είναι αυτό. Και καθώς η πηγαίνουμε μπρος πίσω στην σχέση αυτή, από τις πρώτη γνωριμία μέχρι και το μοιραίο ταξίδι με το ιστιοφόρο, αλλά και τις δραματικές στιγμές επιβίωσης στην θάλασσα, η ταινία μένει «ναυαγός» σε ένα δραματουργικά κλισέ σενάριο χωρίς κανένα υπαρξιακό υπόβαθρο.
Ο Κορμακούρ δεν καταφέρνει ποτέ να μας κάνει να νοιαστούμε πραγματικά για αυτούς τους δύο χαρακτήρες, να πιστέψουμε στον κεραυνοβόλο έρωτά τους που αποτελείται μόνο από γλυνακάλατες υποσχέσεις αγάπης. Ακόμη και όταν μας μεταφέρει πίσω στο ιστιοφόρο, δεν νιώθουμε ούτε λεπτό την αίσθηση κάποιου έμμεσου κινδύνου (με τα όποια προβλήματα παρουσιάζονται να λύνονται σχεδόν αμέσως) ή έστω μιας επικείμενης νέας τραγωδίας.
Μόνο λίγο πριν το στο φινάλε το σενάριο αποκτά, απρόσμενα ίσως, το ενδιαφέρον που τόσο του έλειπε μέχρι τότε, αλλά δυστυχώς είναι ήδη πολύ αργά. Ναι, το «Μετά την Καταιγίδα» είχε πραγματικά όλα τα στοιχεία για να μεταμορφωθεί σε μια συναρπαστική περιπέτεια επιβίωσης στη συσκευασία μιας ερωτικής τραγωδίας. Αν δεν είχε την αστραφτερές παρουσίες της Σέιλιν Γούντλεϊ και του Σαμ Κλάφλιν να σώζουν ό,τι σώζεται από ένα προδιαγεγραμμένο από την αρχή κινηματογραφικό ναυάγιο, η ταινία θα είχε ήδη «βουλιάξει» από τα πρώτα κιόλας λεπτά της.