Δεν χρειάζεται να αναρωτηθείς τι θα προέκυπτε από τη μείξη της διαρκούς φιλμικής αναζήτησης του Τζόζεφ Λόουζι με τον κυνικό ρεαλισμό του Χάρολντ Πίντερ, τα παραισθησιογόνα 60s, την ευρωπαϊκή (κινηματογραφική) πρωτοπορία, μια δόση από Μικελάντζελο Αντονιόνι και δυο μικρότερες από Αλέν Ρενέ.
Το «Δυστύχημα» του 1967 είναι ένα κοκτέιλ που, παρά τα φαινόμενα, δεν πίνεται με την ελαφρότητα που διασκεδάζεις σε ένα πάρτι ή σε ένα όλο υποσχέσεις Σαββατοκύριακο στην εξοχή. Κάθε ένα από τα υλικά του μοιάζει - εκτός από διακριτό σε γεύση και επίδραση - να βαραίνει λεπτό με το λεπτό την ατμόσφαιρα και τις διαθέσεις, πριν μείνει για πολλή ώρα στο ποτήρι, αφού δεν είσαι καθόλου σίγουρος αν θα ήθελες να το τελειώσεις. Αλλες φορές γιατί νιώθεις ότι δεν μπορείς να καταλάβεις ακριβώς τι πίνεις, άλλες γιατί νιώθεις ήδη ότι ήπιες πολύ…
Η πρώτη ύλη της ταινίας είναι το ομότιτλο μυθιστόρημα του Νικόλας Μόσλεϊ από το 1963, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, ένα αφήγημα για ό,τι συμβαίνει σε ένα καλοκαίρι στην αγγλική εξοχή, όταν ο Στίβεν, ένας σαραντάρης παντρεμένος καθηγητής της Οξφόρδης σε κρίση μέσης ηλικίας, ερωτεύεται την Ανα, μια μαθήτρια του από την Αυστρία. Την ίδια κοπέλα διεκδικούν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, ένας μαθητής του Στίβεν, ο Γουίλιαμ και ο φίλος του Τσάρλεϊ. Μια τέλεια αναγωγή στις θεματικές της γαμήλιας συμβίωσης, της απιστίας και της σεξουαλικής απελευθέρωσης που «ενηλικίωναν» (με το ζόρι;) τα τελευταία έτη της δεκαετίας του ’60 το σινεμά και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού - με εξέχουσες περιπτώσεις επιτυχίας τα «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» και τον «Πρωτάρη».
Ο Χάρολντ Πίντερ, στη δεύτερη εδώ συνεργασία του με τον Τζόζεφ Λόουζι μετά τον «Υπηρέτη», διασκευάζει το βιβλίο κρατώντας την οπτική του πρωταγωνιστή του και την κομματιασμένη αφήγηση που ξεκινάει από το… δυστύχημα του φινάλε και γυρίζει πίσω για να αφηγηθεί την ακολουθία των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτό. Σκιαγραφεί με έντονες γραμμές τους τρεις αντρικούς χαρακτήρες δίνοντας έμφαση στην «ανωτερότητα» και την «καταξίωση» με την οποία θεωρούν ότι επιβάλλονται στις γυναίκες αλλά και ο ένας πάνω στον άλλον, μικροπρεπείς γίγαντες μιας αλαζονικής συμπεριφοράς που διαμορφώνεται κάθε φορά από τη σύγκρουση της τοξικής αρρενωπότητας και των αιώνων πατριαρχίας με το ενοχικό σύνδρομο που - ανέκαθεν, αλλά ειδικά την εποχή εκείνη - προκαλούσε ο θεσμός του γάμου και οι ισχυροί δεσμοί της φιλίας.
Αντίθετα - αν και τελικά στην ίδια λογική - με την πρώτη συνεργασία του Λόουζι με τον Πίντερ στον «Υπηρέτη», η ατμόσφαιρα είναι κλειστοφοβική, σκοτεινή, άχρωμη παρόλο που το έγχρωμο «Δυστύχημα» διαδραματίζεται στην εξοχή, κυρίως σε εξωτερικούς χώρους και με τη διάθεση να αναπαραστήσει σατιρίζοντας την, την αίσθηση μιας κάστας ανθρώπων που μοιάζουν αποξενωμένοι από κοινωνίες, πολιτικές και… ψυχολογίες, δοσμένοι ψυχή και σώματι στις εμμονές της σάρκας και της κατάκτησης. Ο Λόουζι κινηματογραφεί ελλειπτικά, θεατρικά, αρχιτεκτονικά, κομματιάζει ήδη μισοτελειωμένες σκηνές και λόγια που απλά εκφέρονται στο χώρο χωρίς παραλήπτες, με σκοπό το «αντονιονικό» του σύμπαν να συναντήσει την κομψότητα του Αλέν Ρενέ (πολλαπλές οι αναφορές στο «Πέρσι στο Μάριενμπαντ - από το φόρεμα της Ανα στη σκηνή του δυστυχήματος μέχρι την ίδια την Ντελφίν Σιρίγκ σε έναν χαρακτηριστικό ρόλο) και η «σύγκρουση» τους να δημιουργήσει από την αρχή ένα ιδιότροπο υπαρξιακό κινηματογραφικό ιδίωμα, κάτι ανάμεσα στον πειραματισμό και μια μοντερνιτέ που μπορεί να βρίσκει δίοδο για το θυμικό του θεατή, αλλά τελικά μόνο σε επίπεδο οπτικού αξιοπερίεργου.
Αποστασιοποιημένο βλέμμα που πνίγει τις εκρήξεις ερωτισμού (και τις επαναλαμβανόμενα ομοερωτικές αποχρώσεις που έβρισκαν πάντα χώρο στο ανδρικό σύμπαν των ταινιών του Τζόζεφ Λόουζι), επιτηδευμένη αφήγηση που δεν πατάει ούτε πάνω στο δράμα, ούτε πάνω στη σάτιρα, ούτε καν πάνω στην απέραντη μοναξιά του Ντερκ Μπόγκαρντ (εδώ σε έναν από τους πιο μονοδιάστατους ρόλους του), επιμονή σε μια στριφνή οπτική γωνία που δεν λειτουργεί παρά μόνο παραπλανητικά για τη σπουδαιότητα αυτού που βλέπεις και που αργά ή γρήγορα αντιλαμβάνεσαι (με ανία) πως είναι κάτι πολύ μικρότερο, πολύ πιο άδειο, πολύ πιο σοβαροφανές από τη σοβαρότητα που δεν επιδεικνύει - θύτης και θύμα της εποχής του.
Μια «βαριά» ταινία με (υπερβολικά) περίτεχνη κινηματογράφηση που λειτουργεί ως ένας γρίφος για το θεατή, το «Δυστύχημα» φιλοδοξεί να ισορροπεί διαρκώς στο μεταίχμιο μιας ελεγείας για το τέλος του έρωτα και σε ένα αποτρόπαιο πορτρέτο μιας τάξης που αποκτηνώνεται, χάνοντας οτιδήποτε ανθρώπινο στο κυνήγι της επικράτησης. Στην πρώτη περίπτωση, αποδεικνύεται χαμένη μέσα στην ομφαλοσκόπηση της τεστοστερόνης της (με παραπάνω από μια σκηνές που φλερτάρουν με τη σεξουαλική κακοποίηση - «σημείο και τέρας» της εποχής), στη δεύτερη θύμα του νιχιλισμού της, ανίκανη να κατανοήσει αυτούς τους οποίους τελικά θέλει να κρίνει, παρουσιάζοντάς τους ως χάρτινους, μόνο κυνικούς, μόνο αρνητικούς κι αντιπαθητικούς χαρακτήρες, χάνοντας ήδη από την εποχή της την όποια διαχρονικότητα της και παραμένοντας ένα, από τα πολλά, ακόμη αξιοπερίεργο των 60s.
[Η μεγάλη αποτυχία της ταινίας - παρά το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών - οδήγησε τον Τζόζεφ Λόουζι σε μια πικρή (οικονομική και καλλιτεχνική) χρεοκοπία. Θα ακολουθούσαν αρκετές ακόμη αποτυχίες («Boom», «Secret Ceremony», «Figures on A Landscape»), πριν η τρίτη και τελευταία συνεργασία του με τον Χάρολντ Πίντερ στο «The Go-Between» το 1971, διασκευή του ομότιτλου μυθιστορήματος του Λ. Π. Χάρτλεϊ στεφθεί με εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, κερδίζοντας το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και μια περίοπτη θέση στο box office. Παρόμοιες θεματικές, ίδιοι πάνω κάτω συνεργάτες, αποτέλεσμα που δικαίωσε φιλοδοξίες, σκοπούς και κυρίως κινηματογραφική αλήθεια, πάντα στον ίδιο δρόμο του ρίσκου της αναζήτησης μιας νέας κινηματογραφικής γλώσσας.]