Το κινηματογραφικό σύμπαν του Ρόι Αντερσον από την εποχή του «Τραγούδια από το Δεύτερο Οροφο» και μετά μοιάζει με τις Χίλιες και Μια Νύχτες και τις αφηγήσεις της Σεχραζάντ. Κάθε πλάνο, κάθε σκηνή και κάθε βινιέτα είναι από μόνο του μια ιστορία, ένας πίνακας ζωγραφικής που παίρνει ξαφνικά ζωή, όλα μαζί, όμως, συνθέτουν το μεγάλο αφήγημα της ανθρώπινης κατάστασης, χωρίς αρχή και τέλος, μια συνεχής ροή από μικρές, καθημερινές, παράλογες, σουρεαλιστικές και υπέροχες στιγμές, όπου το ασήμαντο και το σπουδαίο, η χαρά και η λύπη, η ποίηση και η ματαιότητα της ύπαρξης μπλέκονται διαρκώς.

Το «About Endlessness» είναι ακόμα μία ξενάγηση που πραγματοποιεί ο Σουηδός σκηνοθέτης στο ολότελα μοναδικό και ιδιοσυγκρασιακό σινεμά του και παρά τη μικρή του διάρκεια μπορούν σ’ αυτό να ανευρεθούν όλα τα συστατικά στοιχεία της οπτικής του ταυτότητας. Μέσα στα στατικά κάδρα που θυμίζουν tableaux vivants και βρίθουν από εικαστικές λεπτομέρειες προς εξερεύνηση και ανακάλυψη, οι ήρωές του, απλοί καθημερινοί άνθρωποι ενός άχρονου παρόντος ή ιστορικές μορφές του ένδοξου παρελθόντος αποτυπώνονται σε στιγμές θριάμβου και ήττας, χωρίς απαραίτητα κάποια νομοτελειακή τελεολογία, αλλά πάντα με ένα υποδόριο και σαρδόνιο σκανδιναβικό χιούμορ που αναδεικνύει τον εγγενή παραλογισμό της ζωής.

Υπό τους ήχους μιας άριας από τη Νόρμα του Μπελίνι, ένα ζευγάρι ερωτευμένων αιωρείται πάνω από μια βομβαρδισμένη Κολωνία. Ενας Καθολικός ιερέας έχει χάσει την πίστη του και αποτείνεται απελπισμένος σε έναν ψυχίατρο, ο οποίος όμως βιάζεται και θέλει να προλάβει το λεωφορείο. Τρία κορίτσια σταματούν έξω από έναν καφέ και χορεύουν ανέμελα. Ο Χριστός ξανασταυρώνεται στους δρόμους μιας γειτονιάς. Ενας πατέρας σταματάει μες στη βροχή για να δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών της κόρης του καθ’ οδόν σε ένα πάρτι. Μια γιαγιά φωτογραφίζει τον εγγονό της. Ενας ανάπηρος πολέμου ζητιανεύει σε ένα σταθμό. Ενας ηττημένος στρατός οδηγείται σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ηττημένος από την Ιστορία ο Χίτλερ περιμένει το τέλος. Μια γυναικεία φωνή αφηγείται με voice over λυρικά και υπαινικτικά, σαν άλλη Σεχραζάντ, όλες αυτές τις ιστορίες και πολλές ακόμα, που συνεχίζονται, διακόπτονται ή μένουν μετέωρες.

Το σινεμά του Ρόι Αντερσον για άλλη μια φορά αιθεροβατεί και παραμένει ταυτόχρονα γερά στερεωμένο στη γη, με μια κάμερα στο ύψος των ηρώων του κι ένα βάθος πεδίου που προσδίδει επίπεδα ανάγνωσης στις μινιμαλιστικές βινιέτες που παρελαύνουν μπροστά από τα μάτια του θεατή, όσο ξεδιπλώνονται η αβάσταχτη ελαφρότητα και το υπαρξιακό βάρος της ζωής μέσα σε όλη την καλειδοσκοπική ευθραυστότητα.

Κι ενώ είναι σίγουρο ότι αυτοί που βρίσκουν τις ταινίες του σκηνοθέτη υπερβολικά εγκεφαλικές και αλαζονικά υπερφίαλες θα ανανεώσουν με την τελευταία του ταινία την επιχειρηματολογία τους, όσοι εξακολουθούν να τραγουδούν τα «Τραγούδια από το Δεύτερο Οροφο» θα συλλογιστούν και πάλι την ύπαρξή τους μέσα από μια εικονοποιεία που μοιάζει πραγματικά να μην έχει τέλος.