Παρόλο που ο «Κορσικανός» του Τιερί ντε Περετί μπορεί επιφανειακά να αντλεί τις θεματικές του από το είδος και την βία των γκανγκστερικών ταινιών, στην πραγματικότητα η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη (μετά το «Les Apaches» που είχε ξεχωρίσει στο Φεστιβάλ των Καννών το 2013) αποτελεί περισσότερο μια αφήγηση που ασχολείται με τις εσωτερικές, προσωπικές ζυμώσεις που οδηγούν σε βίαιες και ακραίες αποφάσεις ζωής παρά μια ιστορία που έχει στόχο να διηγηθεί για άλλη μια φορά ματωμένα εγκλήματα της μαφίας.

Για την ακρίβεια, η ταινία δίνει τόση έμφαση στις συζητήσεις και τους προβληματισμούς μιας ομάδας νέων που σταδιακά βρίσκονται από το προνομιακό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν στο επίκεντρο των έντονων επεισοδίων για την αυτονόμηση της Κορσικής κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 (συνέπεια της ίδρυσης του Εθνικού Μετώπου Απελευθέρωσης της Κορσικής FLNC, το οποίο από το 1976 που ιδρύθηκε θεωρείται από το Παρίσι τρομοκρατική οργάνωση), που κινδυνεύει να κουράσει τον ανυποψίαστο θεατή που δεν είναι και τόσο εξοικειωμένος με τις βίαιες συγκρούσεις που σημάδεψαν την σύγχρονη ιστορία του Γαλλικού νησιού.

Ωστόσο, ο ντε Περετί, συγκεντρώνοντας μια ομάδα ντόπιων ημιεπαγγελματιών ηθοποιών και κινηματογραφώντας με διαυγή ντοκιμαντερίστικη ματιά τα γεγονότα, καταφέρνει να μεταδώσει στην ταινία το πάθος της ματιάς του και, ανεξάρτητα από το πόσο οικεία ή όχι μπορεί να είναι τα γεγονότα, να προβληματίσει σχετικά τις πιθανές συνέπειες της αποικιοκρατίας, του ακτιβισμού και των πολλαπλών ερμηνειών του όρου «επανάσταση», εκθέτοντας την πολυπλοκότητα του ζητήματος ακόμα και όταν φλερτάρει με τον διδακτισμό.

Φορέας σε αυτό το ταξίδι στην Γαλλική ιστορία αποτελεί ο Στεφάν του εξαιρετικά φυσικού Ζαν Μικελαντζελί, τον οποίο η αρχή της ταινίας βρίσκει φοιτητή στον Παρίσι απολαμβάνοντας μια φαινομενικά εύπορη ζωή. Ενα τηλεφώνημα όμως που τον ενημερώνει για τον (σοκαριστικό αλλά αναμενόμενο) θάνατο ενός παλιού του φίλου και αγωνιστικού συντρόφου τον αναγκάζει να επιστρέψει πίσω στην Κορσική ρισκάροντας την ζωή του, αφού και ο ίδιος έφυγε από το νησί για να ξεφύγει από το βίαιο παρελθόν του καθώς και τις απειλές κατά της ζωής του.

Μαζί με τις αναμνήσεις του Στεφάν, ο ντε Περετί εκθέτει όλα όσα στιγμάτισαν την γενέτειρά του στη σύγχρονη ιστορία της, προσπαθώντας ουσιαστικά να αναλύσει πολλά περισσότερα από όσα επιχειρούν να παρουσιάσουν οι αρχικοί επεξηγηματικοί τίτλοι. Για εκείνον, η ιστορία του Στεφάν είναι η συλλογική ιστορία μιας ολόκληρης γενιάς και ο αγώνας για το παρελθόν, το παρόν και κυρίως το μέλλον αποτελεί μεταφορά για την ίδια την ταυτότητα της Κορσικής, η οποία στέκει διχασμένη ανάμεσα σε μια ενοποιημένη Γαλλική εικόνα και μια βίαιη αυτονόμηση, η οποία όμως ταυτόχρονα μαρτυρά και όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά που συνειδητά επιχειρούνται να διαγραφούν από την «επίσημη» ιστορία.

Ολο αυτό βέβαια συνεπάγεται και την ύπαρξη δεκάδων νεκρών, γεγονός που τηλεγραφείται με σαφήνεια στις λιγοστές αλλά άκρως αποτελεσματικές σκηνές βίας που διακόπτουν τις ιδεολογικές διαβουλεύσεις. Η δε βία μοιάζει να αποτελεί απλά ένα ακόμη καθημερινό γεγονός, κάτι που ο ντε Περετί υπογραμμίζει σκηνοθετώντας τις εκτελέσεις ανάμεσα σε αδιάφορα πρόσωπα και σκηνικά ρουτίνας. Η Κορσική του είναι ένα μέρος που μπορεί να θυμίζει την Σικελία του «Νονού» με το μεσογειακό φως της και την υπόγειά έντασή της, όμως η βία μοιάζει να είναι ακόμα πιο ριζωμένη στην αδιαφορία των κατοίκων, ως απλά ένα επιπλέον κομμάτι της τοπογραφίας τους.

Ειρωνικά, οι λιγοστές σκηνές που ο ντε Περετί αφήνει τις συζητήσεις και σιωπά για να παρατηρήσει είναι που αποδεικνύονται και οι πιο αποτελεσματικές, όχι απαραίτητα γιατί σπάνε την αλληλουχία των συνεχών συζητήσεων αλλά γιατί καταφέρνουν πολύ πιο έκδηλα να εκθέσουν την αντίθεση, τις σχισμές και τα εγγενή τραύματα μιας πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης σε διαρκή εσωτερική σύγκρουση.

Ωστόσο, παρά την επαναληψιμότητα και τον υπερβολικό κατά στιγμές τρόπο που ο ντε Περετί επιχειρεί με τα λόγια να δώσει βάση στην έκρηξη της βίας, είναι εντυπωσιακή η προσπάθειά του να ανακαλύψει τον τρόπο και τους λόγους που ένας νέος άνθρωπος της μεσαίας τάξης, γεμάτος όνειρα και σχέδια για το μέλλον, μπορεί να μετατραπεί σε έναν ριζοσπαστικό, ακτιβιστή επαναστάτη ή κατά άλλους, τρομοκράτη. Η ματιά του ντε Περετί δεν είναι ακριβώς αμερόληπτη όμως όντως καταφέρνει να αναδείξει το θέμα του ως κάτι σύνθετο και πολύπλευρο, ακόμα κι όταν ανεβάζει τους τόνους σηκώνοντας την γροθιά μαζί με τους ονειροπόλους, έτοιμους να αναλάβουν (οποιουδήποτε είδους) δράση ήρωές του.

Το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει να χαρακτηρίζεται από εσωτερικούς τοπικούς κανόνες που ποτέ δεν γίνονται απόλυτα καθαροί όμως δείχνει ακόμα κι έτσι ικανό να προκαλέσει τον προβληματισμό, ρίχνοντας στον θεατή το μπαλάκι της ερμηνείας αλλά και της σταδιακής αποκάλυψης της όλης κατάστασης. Αυτό σίγουρα δυσχεραίνει την αμεσότητα της ταινίας, όμως δίνει ταυτόχρονα στον «Κορσικανό» και μια απρόσμενη τραχύτητα, την οποία δεν μπορεί να λειάνει ακόμα και ο καυτός μεσογειακός ήλιος.