Αν και το «Προσευχήσου Πριν Πεθάνεις» βασίζεται στα απομνημονεύματα του πραγματικού Μπίλι Μουρ, ενός νεαρού μποξέρ που βρέθηκε σε μία από τις πιο κακόφημες φυλακές της Ταϊλάνδης για να εκπαιδευτεί τελικά στη φονική πολεμική τέχνη Μουάι Τάι προσπαθώντας να βρει ξανά τον εαυτό του, στην πραγματικότητα το τελικό κινηματογραφικό αποτέλεσμα αποτελεί τον συνδυασμό δύο διαφορετικών αλλά γνώριμων ταινιών.

Αφενός, η ταινία αποτελεί ένα παραδοσιακό prison drama, όπου από την στιγμή που ο πρωταγωνιστής της ιστορίας βρίσκεται στη φυλακή είναι λίγο πολύ γνωστό το τι πρόκειται να ακολουθήσει, από τις σκηνές σωματικής και ψυχολογικής κακοποίησης μέχρι τις καταχρήσεις των ναρκωτικών και τις εφήμερες στιγμές συναισθηματικής ηρεμίας.

Αφετέρου, το φιλμ ακολουθεί όλους τους σταθμούς μιας κλασικής boxing αφήγησης, όπου οι σκηνές της προετοιμασίας, των αντιξοοτήτων και της αναπόφευκτης κορύφωσης καταλήγουν σε μια αναμενόμενη προσωπική επαν-ανακάλυψη, ειδικά τη στιγμή που όλα γύρω μοιάζουν σκοτεινά, βρώμικα και το κυριότερο χωρίς μέλλον.

Ωστόσο, ο Ζαν-Στεφάν Σοβέρ, μέσα από μερικές έξυπνες και κρίσιμες σκηνοθετικές επιλογές, καταφέρνει να προσδώσει γνήσιο ενδιαφέρον στη δημιουργία του, ακόμα και όταν αφηγηματικά φαίνεται να κινείται σε ασφαλείς διαδρομές.

Για αρχή, εστιάζει μόνο στο παρόν του ήρωά του, χωρίς να δίνει έμφαση ή να τονίζει περιττά συναισθηματικά το παρελθόν του. Για την ακρίβεια, ο Σοβέρ μοιάζει να αφαιρεί από την αφήγηση κάθε είδους συναισθηματισμού, πέρα από μερικές φευγαλέες ματιές στην σχέση του ήρωά του με μία συγκρατούμενη ladyboy ή τους δειλούς δεσμούς φιλίας που ο Μουρ μοιάζει να αναπτύσσει σταδιακά εντός της φυλακής, γεγονός που επιτρέπει στο «Προσευχήσου Πριν Πεθάνεις» να διατηρεί μια ψύχραιμη και καθαρή ματιά που έρχεται ευτυχώς σε αντίθεση με τον πομπώδη (τόσο τον ελληνικό όσο και τον αγγλικό πρωτότυπο) τίτλο του.

Επιπλέον, ο Σοβέρ παρουσιάζει μια αφήγηση σχεδόν χωρίς υπότιτλους, βυθίζοντας τον θεατή στον ίδιο άγνωστο κόσμο μέσα στον οποίο κινείται και ο ήρωας της ταινίας. Οι φυλακές όπου βρίσκεται ο Μουρ φαίνεται να λειτουργούν υπό το καθεστώς γραπτών και άγραφων αυστηρών κανόνων, κανένας από τους οποίους όμως δε φαίνεται να είναι κατανοητός. Ο Μουρ που παρουσιάζει ο Σοβέρ είναι το ίδιο αβοήθητος όπως και ο θεατής και δεν υπάρχει καμία επιπλέον πληροφορία ικανή να προσφέρει μια κάποια κινηματογραφική ασφάλεια, γεγονός που εντείνει την αμεσότητα της ιστορίας.

Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με μια σκηνοθετική προσέγγιση που ακολουθεί τις αισθήσεις εστιάζοντας στα σώματα και τις αλληλεπιδράσεις τους, δημιουργούν μια αφήγηση που ξεκινά από το γνώριμο αλλά καταφέρνει να αναδείξει σταδιακά την αυθεντικότητά της, παρουσιάζοντας τραχύτητα και ειλικρίνεια. Η ελλειπτικότητά της είναι κατά στιγμές εκνευριστική, καθώς στερεί πολλά τόσο από την σκιαγράφηση της ψυχοσύνθεσης του Μουρ όσο και από τους λόγους που η ιστορία αποφασίζει να κάνει απότομες στροφές, όμως η εμμονή του Σοβέρ να κινηματογραφεί την φυλακή ως μια θάλασσα σωμάτων, προσφέρει μια αιχμηρή εικονογραφία που φαίνεται να παραμορφώνει αναζωογονητικά τα παγιωμένα κάδρα αντίστοιχων ταινιών.

Ατυχώς, το φινάλε της ταινίας έρχεται το ίδιο απότομα όσο δίνεται και η αφετηρία της αφήγησης (με μία επιπλέον μελοδραματική πινελιά που σχετίζεται με τον πραγματικό Μπίλι Μουρ), με αποτέλεσμα ο ήρωας της ταινίας να παραμένει μέχρι το τέλος ένα αίνιγμα. Και εκεί είναι που τελικά το «Προσευχήσου Πριν Πεθάνεις» δέχεται το τελικό χτύπημα εντός του ρινγκ: το χάος γύρω από τον ήρωα της ταινίας αποδεικνύεται πιο ενδιαφέρον από το χάος που ο ίδιος κρύβει μέσα του.